ona

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ona (hr)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

ona (pl)

  1. αυτός, στην ονομαστική του ενικού του θηλυκού γένους



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ona (sr)

  • λατινική γραφή του она



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ona (sh)



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ona (sk)



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ona (sl)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

ona (cs)

  1. αυτός, στην ονομαστική του ενικού του θηλυκού γένους
  2. αυτός, στην ονομαστική του πληθυντικού όταν περιλαμβάνονται μόνο θηλυκού γένους πρόσωπα