adulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adulation (en)
- η υπερεκτίμηση, υπερβολικός θαυμασμός
- η κολακεία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- hero-worship
- worship
- admiration
- admiring
- high regard
- respect
- lionization
- lionizing
- idolization
- idolizing
- veneration
- awe
- devotion
- adoration
- exaltation
- honour
- homage
- glorification
- glory
- praise
- praising
- commendation
- flattery
- applause
- blandishments
- compliments
- tributes
- accolades
- plaudits
- eulogies
- pats on the back
- laudation
- eulogiums
- magnification
- magnifying
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.dy.la.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adulation | adulations |
adulation (fr) θηλυκό
- η κολακεία