caprice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- caprice < (άμεσο δάνειο) γαλλική caprice < ιταλική capriccio
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- στιγμιαία επιθυμία, καπρίτσιο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
caprice | caprices |
caprice (fr) αρσενικό