demonym
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
demonym | demonyms |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]demonym (en)
- πατριδωνυμικό όνομα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ethnonym (εθνικό όνομα)