drive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drive | drives |
drive (en)
- βόλτα με αυτοκίνητο
- ↪ Come for a drive in my new car.
- Έλα να πάμε βόλτα με το νέο μου αυτοκίνητο.
- ↪ Come for a drive in my new car.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κίνηση, ο εξοπλισμός ενός οχήματος που μεταφέρει την ισχύ από τον κινητήρα στους τροχούς
- ↪ front-wheel drive - μπροστινή κίνηση
- ο ιδιωτικός δρόμος εισόδου που οδηγεί από τον κύριο δρόμο σε σπίτι
- η εκστρατεία, μια οργανωμένη προσπάθεια από μια ομάδα ανθρώπων να πετύχουν κάτι
- ↪ They did a drive to collect money.
- Έκαναν εκστρατεία να μαζέψουν χρήματα.
- ↪ They did a drive to collect money.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ορμή, η ενεργητικότητα, μια έντονη επιθυμία ή ανάγκη στους ανθρώπους
- ↪ man’s sexual drive - οι ορμές του ανθρώπου
- ↪ He doesn’t have enough drive to succeed as a salesman.
- Δεν έχει αρκετή ενεργητικότητα για να πετύχει σαν πλασιέ.
- (μη μετρήσιμο) ο δυναμισμός, έντονη επιθυμία να κάνω κάτι και να πετύχω κάτι
- ↪ He is full of drive and initiative.
- Είναι γεμάτος δυναμισμό και πρωτοβουλία.
- ↪ He is full of drive and initiative.
- (αθλητισμός) η βολή, ένα μακρύ, δυνατό χτύπημα ή κλωτσιά
- ↪ With a good drive he broke the record.
- Με μια καλή βολή έσπασε το ρεκόρ.
- ↪ With a good drive he broke the record.
- (αθλητισμός) η επίθεση, σε ομαδικά παιχνίδια, η προσπάθεια για την επίτευξη θετικού αποτελέσματος με στόχο τη νίκη
- ↪ Our national team attempted many unsuccessful drives.
- Η εθνική μας ομάδα επιχείρησε πολλές ανεπιτυχείς επιθέσεις.
- ↪ Our national team attempted many unsuccessful drives.
- (υλικό υπολογιστή) οδηγός, συσκευή για ανάγνωση και εγγραφή δεδομένων σε μια συσκευή αποθήκευσης δεδομένων (storage device) όπως ένας σκληρός δίσκος ή μιά συσκευή εύκαμπτου δίσκου (floppy disk)
- (πληροφορική) τα διαμερίσματα (partitions) σε έναν σκληρό δίσκο, όπως drive C:, drive D:, κλπ.[1]
Υπώνυμα
[επεξεργασία]πληροφορική:
- boot drive
- disk drive
- flash drive (SSD, USB, κλπ.)
- floppy disk drive
- hard-disk drive ή hard drive
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | drive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drives |
αόριστος | drove |
παθητική μετοχή | driven |
ενεργητική μετοχή | driving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
drive (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) οδηγώ
- ↪ In Greece and in the US, they drive on the right. In Cyprus and in the UK, they drive on the left.
- Στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ οδηγούν στα δεξιά. Στην Κύπρος και στο ΗΒ οδηγούν στα αριστερά.
- ↪ In Greece and in the US, they drive on the right. In Cyprus and in the UK, they drive on the left.
- (μεταβατικό) κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη ή ενέργεια, ο λόγος που συμβαίνει κάτι
- (μεταβατικό) πετάω έξω, διώχνω
- (μεταβατικό) μπήγω, περνάω, αναγκάζω κάτι να πάει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση σπρώχνοντάς το ή χτυπώντας το
- ↪ I drove the nail into the wall.
- Έμπηξα το καρφί στον τοίχο.
- ↪ He drove his sword through him.
- Τον πέρασε πέρα ως πέρα μα το σπαθί του.
- ↪ I am driving a nail through.
- Περνώ ένα καρφί.
- ↪ I drove the nail into the wall.
- (μεταβατικό) πετάω, πέφτω πάνω, ρίχνω, σπρώχνω κάτι μέσα στο νερό
- ↪ The waves drove the boat into the rocks.
- Τα κύματα πέταξαν τη βάρκα στα βράχια.
- ↪ The boat drove onto the rocks.
- Το πλοίο έπεσε πάνω στα βράχια.
- ↪ The storm drove the ship onto the rocks.
- Η θύελλα έριξε το πλοίο στα βράχια.
- ↪ The wind drove the rain violently against the window panes.
- Ο αέρας έριχνε τη βροχή βίαια πάνω στα τζάμια.
- ↪ The waves drove the boat into the rocks.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- drive στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- drive (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- drive (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 170, 243, 251, 273, 291-292, 448, 448-449, 656, 692-695, 697, 697-699, 770-771, 992. ISBN 9780194325684., λήμμα: βόλτα, διώχνω, δυναμισμός, εκστρατεία, ενεργητικότητα, κίνηση, κινώ, παρακινώ, περνώ, πετώ, πέφτω, ρίχνω, ωθώ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Disk Drive. Πρόσβαση 2019-12-27