emotional

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: emoțional
παραθετικά
θετικός emotional
συγκριτικός more emotional
υπερθετικός most emotional

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emotional < emotion + -al

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪˈməʊ.ʃə.nəl/

Επίθετο

[επεξεργασία]

emotional (en)

  1. συναισθηματικός, που συνδέεται με τα συναισθήματα κάποιου
    ⮡  for emotional reasons - για συναισθηματικούς λόγους
  2. συναισθηματικός, που προκαλεί σε κάποιον να αισθάνεται έντονα συναισθήματα
    ⮡  emotional music - συναισθηματική μουσική
    ⮡  I became emotional.
    Έγινα συναισθηματικός.

Σύνθετα

[επεξεργασία]