emotional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | emotional |
συγκριτικός | more emotional |
υπερθετικός | most emotional |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɪˈməʊ.ʃə.nəl/
Επίθετο
[επεξεργασία]emotional (en)
- συναισθηματικός, που συνδέεται με τα συναισθήματα κάποιου
- ⮡ for emotional reasons - για συναισθηματικούς λόγους
- συναισθηματικός, που προκαλεί σε κάποιον να αισθάνεται έντονα συναισθήματα
- ⮡ emotional music - συναισθηματική μουσική
- ⮡ I became emotional.
- Έγινα συναισθηματικός.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- emotional - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναισθηματικός