establish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας establish
γ΄ ενικό ενεστώτα establishes
αόριστος established
παθητική μετοχή established
ενεργητική μετοχή establishing

establish (en)

  1. καθιερώνω κάτι επίσημα ως θεσμό, καθιερώνομαι, επισημοποιώ
  2. ιδρύω, εγκαθιδρύω
    ⮡  That is how our party was established.
    Έτσι ιδρύθηκε το κόμμα μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη found
  3. αποδεικνύω, επιβεβαιώνω, τεκμηριώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 384. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ιδρύω