familiar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός familiar
συγκριτικός more familiar
υπερθετικός most familiar

Επίθετο

[επεξεργασία]

familiar (en)

  1. οικείος, μου είναι πολύ γνωστό· βλέπεται ή ακούγεται συχνά και επομένως είναι εύκολο να αναγνωρίσω
    ⮡  This behavior is familiar to me.
    Αυτή η συμπεριφορά μού είναι οικεία.
  2. εξοικειωμένος, ξέρω κάτι πολύ καλά
    ⮡  I am not familiar with Greek poetry.
    Δεν είμαι εξοικειωμένος με την ελληνική ποίηση.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]