feed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
feed feeds

feed (en)

  1. η τροφή, η ζωοτροφή για ζώα
    ⮡  The barn was full of feed for the animals.
    Ο αχυρώνας ήταν γεμάτος τροφές για τα ζώα.
     συνώνυμα: animal feed, fodder
  2. (διαδίκτυο) μια ροή πληροφορίων στο διαδίκτυο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • web feed στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας feed
γ΄ ενικό ενεστώτα feeds
αόριστος fed
παθητική μετοχή fed
ενεργητική μετοχή feeding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

feed (en)

  1. τρέφω, ταΐζω
    ⮡  The sheep are fed with grass.
    Τα πρόβατα τρέφονται με χορτάρι.
  2. τροφοδοτώ
    ⮡  I feed the fire with wood - τροφοδοτώ τη φωτιά με ξύλα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fuel
  3. (μεταφορικά) τρέφω
    ⮡  I feed hopes of success - τρέφω ελπίδες επιτυχίας
     συνώνυμα: nourish, entertain
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 890, 895, 896. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τρέφω, τροφή, τροφοδοτώ