feed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
feed | feeds |
feed (en)
- η τροφή, η ζωοτροφή για ζώα
- ⮡ The barn was full of feed for the animals.
- Ο αχυρώνας ήταν γεμάτος τροφές για τα ζώα.
- ≈ συνώνυμα: animal feed, fodder
- ⮡ The barn was full of feed for the animals.
- (διαδίκτυο) μια ροή πληροφορίων στο διαδίκτυο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- web feed στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | feed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | feeds |
αόριστος | fed |
παθητική μετοχή | fed |
ενεργητική μετοχή | feeding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
feed (en)
- τρέφω, ταΐζω
- ⮡ The sheep are fed with grass.
- Τα πρόβατα τρέφονται με χορτάρι.
- ⮡ The sheep are fed with grass.
- τροφοδοτώ
- (μεταφορικά) τρέφω
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 890, 895, 896. ISBN 9780194325684., λήμμα: τρέφω, τροφή, τροφοδοτώ