gamme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gamme < αρχαία ελληνική γάμμα
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gamme | gammes |
gamme (fr) θηλυκό
- η γκάμα
ενικός | πληθυντικός |
gamme | gammes |
gamme (fr) θηλυκό