Μετάβαση στο περιεχόμενο

gamme

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gamme < αρχαία ελληνική γάμμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡam/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gamme gammes

gamme (fr) θηλυκό