generator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
generator | generators |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]generator (en)
- η γεννήτρια, το δυναμό
- ⮡ The generator is charging the car battery.
- Η γεννήτρια/Το δυναμό φορτίζει την μπαταρία του αυτοκινήτου.
- ⮡ The generator is charging the car battery.
- (προγραμματισμός) γεννήτορας
- δείτε επίσης: Generator (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]generator (pl)