infant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
infant infants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infant (en)

  1. το βρέφος
    ⮡  Infants and young children should not be exposed to direct sunlight.
    Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά δεν πρέπει να εκτίθενται στο άμεσο ηλιακό φως.
  2. (νομική ορολογία) ανήλικος



      ενικός         πληθυντικός  
infant infants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infant (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και