instruo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instruo | instruoj |
αιτιατική | instruon | instruojn |
instruo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instruo | instruoj |
αιτιατική | instruon | instruojn |
instruo (eo)