jump

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jump jumps

jump (en)

  • το πήδημα, το άλμα
    ⮡  With a jump he was on the horse.
    Μ' ένα πήδημα βρέθηκε πάνω στο άλογο.
    ⮡  The athlete, executing an amazing jump, achieved a new record.
    Ο αθλητής πραγματοποιώντας ένα εκπληκτικό άλμα πέτυχε νέο ρεκόρ.
ενεστώτας jump
γ΄ ενικό ενεστώτα jumps
αόριστος jumped
παθητική μετοχή jumped
ενεργητική μετοχή jumping

jump (en)

  1. (αμετάβατο) πηδάω, με ισχυρή ώθηση των ποδιών τινάζω με ορμή το σώμα μου από το έδαφος ή μια ορισμένη θέση
    ⮡  I jump to my feet/out of bed/up and down.
    Πηδώ όρθιος/από το κρεβάτι/πάνω κάτω.
    ⮡  The player jumped higher than the others and won the ball.
    Ο παίκτης πήδηξε πιο ψηλά από όλους και κέρδισε την μπάλα.
    ⮡  The little birds were jumping from branch to branch.
    Τα πουλάκια πηδούσαν από κλαδί σε κλαδί.
    ⮡  The cat jumped into his arms.
    Η γάτα πήδηξε στην αγκαλιά του.
    ⮡  jumping insects - πηδητικά έντομα
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνώ πάνω από κάτι που βρίσκεται μπροστά μου
    ⮡  I can’t jump (over) this wall.
    Δεν μπορώ να πηδήσω (πάνω από) αυτό τον τοίχο.
    ⮡  The horse managed to jump the hurdle.
    Το άλογο κατάφερε να πηδήξει το εμπόδιο.
  3. (αμετάβατο) πηδάω, πετιέμαι, προχωρώ γρήγορα και ξαφνικά
    ⮡  She jumped into/out of the car/bus.
    Πήδηξε στο/από το αυτοκίνητο/λεωφορείο.
    ⮡  He jumped out of his chair.
    Πετάχτηκε από την καρέκλα του.
  4. (αμετάβατο) αναπηδώ, πηδάω, πετιέμαι, κάνω απότομη κίνηση του σώματος προς τα πίσω από έκπληξη, φόβο ή άλλο συναίσθημα
    ⮡  My heart jumped when I saw her.
    Η καρδιά μου αναπήδησε/πήδηξε όταν την είδα.
    ⮡  She jumped at the sound of my voice.
    Αναπήδησε στον ήχο της φωνής μου.
    ⮡  He jumped hearing her voice.
    Πετάχτηκε ακούγοντας τη φωνή της.
  5. (αμετάβατο) αυξάνομαι απότομα
    ⮡  Salaries will jump by 10%.
    Οι μισθοί θα αυξηθούν κατά 10%.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase
  6. (αμετάβατο) πηδάω, αλλάζω θέμα συζήτησης ξαφνικά
    ⮡  We can’t understand each other if you’re jumping from one topic to another.
    Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε αν πηδάς από το ένα θέμα στο άλλο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]