jump
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jump | jumps |
jump (en)
- το πήδημα, το άλμα
- ⮡ With a jump he was on the horse.
- Μ' ένα πήδημα βρέθηκε πάνω στο άλογο.
- ⮡ The athlete, executing an amazing jump, achieved a new record.
- Ο αθλητής πραγματοποιώντας ένα εκπληκτικό άλμα πέτυχε νέο ρεκόρ.
- ⮡ With a jump he was on the horse.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | jump |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jumps |
αόριστος | jumped |
παθητική μετοχή | jumped |
ενεργητική μετοχή | jumping |
jump (en)
- (αμετάβατο) πηδάω, με ισχυρή ώθηση των ποδιών τινάζω με ορμή το σώμα μου από το έδαφος ή μια ορισμένη θέση
- ⮡ I jump to my feet/out of bed/up and down.
- Πηδώ όρθιος/από το κρεβάτι/πάνω κάτω.
- ⮡ The player jumped higher than the others and won the ball.
- Ο παίκτης πήδηξε πιο ψηλά από όλους και κέρδισε την μπάλα.
- ⮡ The little birds were jumping from branch to branch.
- Τα πουλάκια πηδούσαν από κλαδί σε κλαδί.
- ⮡ The cat jumped into his arms.
- Η γάτα πήδηξε στην αγκαλιά του.
- ⮡ jumping insects - πηδητικά έντομα
- ⮡ I jump to my feet/out of bed/up and down.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περνώ πάνω από κάτι που βρίσκεται μπροστά μου
- ⮡ I can’t jump (over) this wall.
- Δεν μπορώ να πηδήσω (πάνω από) αυτό τον τοίχο.
- ⮡ The horse managed to jump the hurdle.
- Το άλογο κατάφερε να πηδήξει το εμπόδιο.
- ⮡ I can’t jump (over) this wall.
- (αμετάβατο) πηδάω, πετιέμαι, προχωρώ γρήγορα και ξαφνικά
- ⮡ She jumped into/out of the car/bus.
- Πήδηξε στο/από το αυτοκίνητο/λεωφορείο.
- ⮡ He jumped out of his chair.
- Πετάχτηκε από την καρέκλα του.
- ⮡ She jumped into/out of the car/bus.
- (αμετάβατο) αναπηδώ, πηδάω, πετιέμαι, κάνω απότομη κίνηση του σώματος προς τα πίσω από έκπληξη, φόβο ή άλλο συναίσθημα
- ⮡ My heart jumped when I saw her.
- Η καρδιά μου αναπήδησε/πήδηξε όταν την είδα.
- ⮡ She jumped at the sound of my voice.
- Αναπήδησε στον ήχο της φωνής μου.
- ⮡ He jumped hearing her voice.
- Πετάχτηκε ακούγοντας τη φωνή της.
- ⮡ My heart jumped when I saw her.
- (αμετάβατο) αυξάνομαι απότομα
- (αμετάβατο) πηδάω, αλλάζω θέμα συζήτησης ξαφνικά
- ⮡ We can’t understand each other if you’re jumping from one topic to another.
- Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε αν πηδάς από το ένα θέμα στο άλλο.
- ⮡ We can’t understand each other if you’re jumping from one topic to another.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- jump (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- jump (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53-54, 695, 700. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπηδώ, πετάγομαι, πηδώ