kilter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kilter < πρώιμος 17ος αιώνας: kilter τοπικά και kelter, άγνωστου ετύμου[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɪltə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kilter (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. kilter - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)