leeway

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leeway (en) (μη μετρήσιμο)

  • το περιθώριο, ελευθερία που έχω για να αλλάξω κάτι ή να κάνω κάτι με τον τρόπο που θέλω
    ⮡  Given that there is no financial leeway, publication of the magazine should be discontinued.
    Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού.