liability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]liability (en)
- ευθύνη, υποχρέωση
- ευθύνη, υπαιτιότητα
- (λογιστική) η υποχρέωση
- πληθυντικός: (liabilities) το παθητικό
liability (en)