logo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
logo | logos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]logo (en)
- (μετρήσιμο) το λογότυπο, το σήμα, η μάρκα, ένα τυπωμένο σχέδιο ή σύμβολο που μια εταιρεία ή ένας οργανισμός χρησιμοποιεί ως ειδικό σήμα
- ⮡ school/soccer logo - σχολικό/ποδοσφαιρικό σήμα
- ⮡ They changed the logo on the shirt and sold it for more expensively.
- Άλλαξαν τη μάρκα από το μπλουζάκι και το πούλησε πιο ακριβά.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
logo | logos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]logo (fr) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]logo (pt)