logo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
logo logos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

logo (en)

  • (μετρήσιμο) το λογότυπο, το σήμα, η μάρκα, ένα τυπωμένο σχέδιο ή σύμβολο που μια εταιρεία ή ένας οργανισμός χρησιμοποιεί ως ειδικό σήμα
    ⮡  school/soccer logo - σχολικό/ποδοσφαιρικό σήμα
    ⮡  They changed the logo on the shirt and sold it for more expensively.
    Άλλαξαν τη μάρκα από το μπλουζάκι και το πούλησε πιο ακριβά.



      ενικός         πληθυντικός  
logo logos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

logo (fr) αρσενικό



Επίρρημα

[επεξεργασία]

logo (pt)

  1. μετά, κατόπιν

Εκφράσεις

[επεξεργασία]