peinture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

peinture (fr) θηλυκό

  1. η ζωγραφική, η ζωγραφιά
    Un artiste-peintre : ένας ζωγράφος (καλλιτέχνης).
  2. η μπογιά
    Un peintre en bâtiment : ένας μπογιατζής.
    Attention ! Peinture fraîche ! : προσοχή στη μπογιά !

Συγγενικά

[επεξεργασία]