plot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: płot

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plot plots

plot (en)

  1. η πλοκή, η υπόθεση
    ⮡  the plot of a short story/novel/drama/play - η πλοκή του διηγήματος/του μυθιστορήματος/του δράματος/του θεατρικού έργου
    ⮡  the plot of a play/novel - η υπόθεση ενός έργου/μυθιστορήματος
     συνώνυμα:  premise, story και storyline
  2. η συνωμοσία, το σχέδιο για τη διάπραξη ενός εγκλήματος
    ⮡  He was the brains behind the plot.
    Ήταν ο εγκέφαλος της συνωμοσίας.
    ⮡  All his plots against me failed.
    Όλα του τα σχέδια εναντίον μου απότυχαν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conspiracy
  3. το οικόπεδο, ένα μικρό κομμάτι γης που χρησιμοποιείται ή προορίζεται για ειδικό σκοπό
    ⮡  a seaside plot - παραθαλάσσιο οικόπεδο
    ⮡  Clearing of the plot happened before construction began.
    Το καθάρισμα του οικοπέδου έγινε πριν ξεκινήσει η κατασκευή.
  4. το διάγραμμα, φτιαγμένο με το χέρι ή από ηλεκτρονική συσκευή
    ⮡  a plot of the economy’s path - διάγραμμα της πορείας της οικονομίας
    ⮡  a temperature plot - το διάγραμμα πυρετού
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη chart
ενεστώτας plot
γ΄ ενικό ενεστώτα plots
αόριστος plotted
παθητική μετοχή plotted
ενεργητική μετοχή plotting

plot (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνωμοτώ, μηχανορραφώ
    ⮡  They plotted against the king.
    Συνωμότησαν κατά του βασιλιά.
    ⮡  They were plotting to throw him out of the government.
    Μηχανορραφούσαν να τον πετάξουν από την κυβέρνηση.
     συνώνυμα:  conspire και scheme
  2. (μεταβατικό) σημειώνω κάτι σε έναν χάρτη, για παράδειγμα τη θέση ή την πορεία κάποιου
    ⮡  I plotted my position on the map.
    Σημείωσα τη θέση μου στον χάρτη.
  3. (μεταβατικό) παριστάνω, σχεδιάζω ένα γράφημα ή διάγραμμα
    ⮡  Fluctuations in the price of the drachma are plotted on the graph with a curve.
    Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη.



      ενικός         πληθυντικός  
plot plots

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plot (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) μεταλλικό έλασμα που επιτρέπει μια ηλεκτρική σύνδεση, η επαφή
  2. (τεχνολογία) ψηφιακή πληροφορία στην οθόνη ενός ραντάρ που παριστάνει ένα κινούμενο αντικείμενο
  3. (αθλητισμός) κωνικό αντικείμενο που χρησιμεύει στον καθορισμό ορίων για μια δραστηριότητα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plot (cs) αρσενικό