reason
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
reason | reasons |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]reason (en)
- ο λόγος (η αιτία)
- ο λόγος, η λογική
- ⮡ Let’s just say that I have my reasons.
- Ας πούμε απλώς ότι έχω τους λόγους μου.
- ⮡ Let’s just say that I have my reasons.