sexualité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sexualité | sexualités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sexualité (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη sexe
ενικός | πληθυντικός |
sexualité | sexualités |
sexualité (fr) θηλυκό