Μετάβαση στο περιεχόμενο

zlato

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zlato (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zlato (hr) ουδέτερο

  1. (χημεία) ο χρυσός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zlato (sr)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zlato (sk) ουδέτερο

  1. (χημεία) ο χρυσός



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zlato (cs) ουδέτερο

  1. (χημεία) ο χρυσός