έλικας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.li.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐λι‐κας
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έλικας | οι | έλικες |
γενική | του | έλικα | των | ελίκων |
αιτιατική | τον | έλικα | τους | έλικες |
κλητική | έλικα | έλικες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- έλικας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕλιξ (θηλυκό, αλλά και αρσενικό), από την αιτιατική ενικού ἕλικα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έλικας αρσενικό
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) όργανο αεροπλάνου ή πλεούμενου, με ειδικά πτερύγια, που συμβάλλει στην προώθηση του μέσου
- (σπανίως) άλλη μορφή του έλικα
- για σημασίες στη γεωμετρία, βοτανική, ανατομία → δείτε το θηλυκό, η έλικα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ελικ-, ελιξ-, ελιγ-, ελισσ-
ελικ-, ελιξ-, ελιγ-, ελισσ-
- αμετεξέλικτος
- ανελικτικός
- ανέλικτος
- ανελικτός
- ανέλιξη
- ανελίξιμος
- ανελίσσω, ανελίσσομαι
- ανεξέλικτος
- έλιγμα
- ελιγμός
- έλικα
- ελικοβακτηρίδιο
- ελικοβακτήριο
- ελικοδρόμιο
- ελικοδρομώ
- ελικοειδής, ελικοειδές
- ελικοειδώς (επίρρημα)
- ελικοκίνητος
- ελικοπτεράκι
- ελικόπτερο
- ελικοπτεροφόρο (ουδέτερο)
- ελικοπτεροφόρος
- ελικοστρεφής, ελικοστρεφές
- ελικοφόρο (ουδέτερο)
- ελικοφόρος
- ελικτικός
- ελικώδης, ελικώδες
- Ελικώνας
- ελικώνιος
- ελικώνω
- ελικωτός
- έλιξη
- ελίσσω, ελίσσομαι σύνθετα & συγγενικά
- ενέλιξη
- εξελιγμένος
- εξελικτικά (επίρρημα)
- εξελικτικός
- εξελικτισμός
- εξελικτιστής
- εξελισσόμενος
- εξελίσσω, εξελίσσομαι & συγγενικά
- εξέλιξη
- εξελιξιαρχία
- εξελιξιαρχικός
- εξελιξικρατία
- εξελίξιμος
- ευελιξία
- ευέλικτα (επίρρημα)
- ευέλικτος
- ευεξέλικτος
- μετεξέλιξη
- μετεξελίσσομαι
- περιέλιγμα
- περιελιγμένος
- περιελικτικός
- περιέλιξη
- περιελίσσω, περιελλίσσομαι
- συνέλιξη
- συνεξελίσσομαι
- υπερευέλικτος
Για ομόρριζα από άλλες βαθμίδες του ἕλιξ δείτε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH-.
Δε σχετίζεται το ελιξίριο.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- έλικας: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]έλικας θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- έλικα - έλικας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)