αφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφή | οι | αφές |
γενική | της | αφής | των | αφών |
αιτιατική | την | αφή | τις | αφές |
κλητική | αφή | αφές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]αφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁφή < ἅπτω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφή θηλυκό, μόνο στον ενικό
- μία από τις πέντε αισθήσεις
- (λόγιο, επίσημο) το άναμμα στις φράσεις
- ⮡ αφή της ολυμπιακής φλόγας
- ⮡ η τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας
- ⮡ η αφή του Αγίου Φωτός
- ⮡ περί λύχνων αφάς: την ώρα που αρχίζει να νυχτώνει
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η αίσθηση της αφής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)