ενεργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνεργῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενεργώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνεργῶ, συνηρημένος τύπος του ἐνεργέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.neɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νερ‐γώ

ενεργώ, αόρ.: ενέργησα/(ενήργησα), παθ.φωνή: ενεργούμαι, π.αόρ.: ενεργήθηκα

  1. κάνω κάποια ενέργεια
  2. προσπαθώ να πετύχω κάτι
  3. ισχύω
  4. φέρνω κάποιο (θετικό) αποτέλεσμα (για ουσία, φάρμακο κ.λπ.)
  5. (μόνο στην παθητική φωνή) ενεργούμαι: κάνω εκκένωση του εντέρου, αφοδεύω, χέζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ενεργ- 

Σύνθετα του ρήματος (και δείτε τα συγγενικά τους)

Ενεργητικοί αόριστοι: ενέργησα και από την αρχαία κλίση: ενήργησα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]