ζέβρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζέβρα | οι | ζέβρες |
γενική | της | ζέβρας | — | |
αιτιατική | τη | ζέβρα | τις | ζέβρες |
κλητική | ζέβρα | ζέβρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζέβρα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική zèbr(e) + κατάληξη θηλυκού -α[1] < πορτογαλική zebra < άγνωστης ετυμολογίας, ίσως από την λατινική equiferus ("άγριο άλογο")[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈze.vɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζέ‐βρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζέβρα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό, συγγενές του αλόγου, με χαρακτηριστικές μαύρες ρίγες
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Για το αρσενικό: αρσενική ζέβρα. Επίσης, ζέβρος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ζέβρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζέβρα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ζέβρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)