ζημία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζημία | οι | ζημίες |
γενική | της | ζημίας | των | ζημιών |
αιτιατική | τη | ζημία | τις | ζημίες |
κλητική | ζημία | ζημίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζημία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζημία. Δείτε και ζημιά
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζημία θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ζημιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζημία
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζημία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζημία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζημία θηλυκό
- ζημιά
- ποινή
- είδος φόρου, χρηματική επιβάρυνση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δίδω ζημίαν, πολεμώ ζημίαν, γυρίζω ζημίαν: (βλάπτω)
- ἔρχομαι σὲ ζημία: με βρίσκει συμφορά
- ζημία ἀπὲ τὸ κορμί: σωματική τιμωρία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ζημία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ζημίᾱ | αἱ | ζημίαι |
γενική | τῆς | ζημίᾱς | τῶν | ζημιῶν |
δοτική | τῇ | ζημίᾳ | ταῖς | ζημίαις |
αιτιατική | τὴν | ζημίᾱν | τὰς | ζημίᾱς |
κλητική ὦ! | ζημίᾱ | ζημίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζημίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζημίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζημία < αν ζη-μία, συνδέεται με τα ζῆλος, ζητέω και σανσκριτικά dīná. Αβέβαιη η σύνδεση με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dei̯H-[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζημία θηλυκό
- ζημιά, βλάβη
- χρηματική ποινή
- (γενικά) ποινή
- έκφραση: θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι
- (γενικά) ποινή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ζᾱμία (δωρικός τύπος )
- ζημίη (ιωνικός τύπος )
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- ζημία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ζημία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζημία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)