παλαβός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παλαβός | η | παλαβή | το | παλαβό |
γενική | του | παλαβού | της | παλαβής | του | παλαβού |
αιτιατική | τον | παλαβό | την | παλαβή | το | παλαβό |
κλητική | παλαβέ | παλαβή | παλαβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παλαβοί | οι | παλαβές | τα | παλαβά |
γενική | των | παλαβών | των | παλαβών | των | παλαβών |
αιτιατική | τους | παλαβούς | τις | παλαβές | τα | παλαβά |
κλητική | παλαβοί | παλαβές | παλαβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαβός < παλάβρα
Επίθετο
[επεξεργασία]παλαβός, -ή, -ό
- τρελός, ανισόρροπος
- που κάνει τρέλες, που δεν είναι σοβαρός στη συμπεριφορά του
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- είναι τρελός και παλαβός για κάποιαν: την θέλει πολύ, είναι πολύ ερωτευμένος μαζί της
- κάνω την παλαβή: προσποιούμαι ότι δεν με ενδιαφέρει κάτι προσπαθώντας να μην υποβληθώ σε ένα κόπο
- κάνει τα παλαβά του: κάνει παλαβωμάρες