παραμένω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραμένω < παρά + μένω

παραμένω

  1. εξακολουθώ να βρίσκομαι σε έναν τόπο
    μετά τη σύσκεψη ο διευθυντής τον κράτησε στο γραφείο του όπου παρέμειναν συζητώντας για πολλή ώρα
  2. εξακολουθώ να βρίσκομαι σε μια κατάσταση χωρίς αλλαγή για κάποιο χρονικό διάστημα
    μετά από τόση ένταση όλοι παρέμειναν σιωπηλοί για αρκετή ώρα
  3. στον αόριστο παραέμεινα: μένω υπερβολικά κάπου ή κάπως για πολύ χρόνο
    παραέμεινα αδρανής, πρέπει να βρω κάτι να κάνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]