πλέον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλέον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλέον, μορφή του πλεῖον, ουδέτερο του πλείων / πλέων, συγκριτικός βαθμός του πολύς [1][2][3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈple.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλέ‐ον

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πλέον

  1. πια
    ⮡  Ήταν πλέον αργά για να διορθωθεί η κατάσταση.
  2. στο εξής
  3. σε αντίθεση με πριν, με παλιότερα
  4. (λόγιο) περισσότερο, πιο
    ⮡  Εργάστηκε στην εταιρεία δέκα και πλέον χρόνια.
  5. (λόγιο + γενική) επιπλέον, εκτός από
    ⮡  Εργάσθηκε στην εταιρεία πλέον των δέκα ετών.
    ⮡  Θα καταβληθεί πλέον του φόρου και ειδικό τέλος.
  6. (λόγιο + άρθρο) για το σχηματισμό συγκριτικού και σχετικού υπερθετικού βαθμού: πιο, πάρα πολύ
    ⮡  είναι ο πλέον αρμόδιος
    ※  Δὲν ἦτον δρόμος πλέον περαστικὸς εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Ἀδύνατον νὰ μὴν ἐπερνοῦσε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅστις θὰ ἀνέβαινεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν ἢ ὅστις θὰ κατέβαινεν εἰς τὴν κάτω.
    Δεν υπήρχε δρόμος πιο πολυσύχναστος σ' όλο το χωριό. […]
    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
πλεον-, πλειο-, πλειονο-, πλειστο- 

θέμα πλεον-

θέμα πλειονο-

θέμα πλειο-, ελληνιστικός συντομευμένος τύπος του πλειονο-

θέμα πλειστ-

για τα αντίστοιχα αρχαία θέματα → δείτε τη λέξη πλείων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πλέον (& θεματικά πεδία) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πλέον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. πλέονΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλέον: ουδέτερο του πλέων, ουσιαστικοποιημένο και ως επίρρημα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πλέον

  1. περισσότερο, επιπλέον
  2. (+ αριθμητικό)
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 2, 1.6
    τοξότας π. ἢ εἴκοσι μυριάδας
    ※  4ος αιώνας Ισαίος, 10. Πρὸς Ξεναίνετον περὶ τοῦ Ἀριστάρχου κλήρου, 23 @perseus.tufts.edu
    οἶκος πλέον ἢ τεττάρων ταλάντων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πλέον

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πλέων
    έκφραση: ἐπὶ πλέον
    άλλες μορφές: πλεῖον του πλείων
  2. ιωνικός τύποςονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πλέος, ιωνικός τύπος του πλέων ουδέτερο του πλέως

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

πλέον