σόου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σόου < (λόγιο δάνειο) αγγλική show [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σόου ουδέτερο άκλιτο
- θεαματική παράσταση ή παραγωγή με θεατρικά ή/και μουσικοχορευτικά στοιχεία
- παραγωγή στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο με εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, μπαλέτα και τραγούδια
- (αργκό) επεισοδιακή σκηνή ή απρόοπτο που αντιμετωπίζεται ως διασκεδαστικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ σόου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)