φως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φως | τα | φώτα |
γενική | του | φωτός | των | φώτων |
αιτιατική | το | φως | τα | φώτα |
κλητική | φως | φώτα | ||
όπως «φως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φῶς / φάος
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φως ουδέτερο
- ακτινοβολία που εκπέμπει ένα σώμα στο ορατό φάσμα και που διακρίνεται με τον οφθαλμό
- (κατ’ επέκταση) η όραση
- ⮡ χάνω το φως μου
- σκευή τεχνικού φωτισμού
- ⮡ Πριν φύγεις, σβήσε τα φώτα!
- ⮡ Γιατί δε σταμάτησες; Δεν είδες το κόκκινο φως;
- ηλεκτρικό ρεύμα
- ⮡ Μας κόψανε το φως.
- ⮡ φως, νερό, τηλέφωνο (για τους λογαριασμούς)
- λογαριασμός εταιρίας παροχής ηλεκτρισμού
- ⮡ Ήρθε το φως και δεν έχω να το πληρώσω!
- πληροφόρηση, γνώση
- ⮡ Μπορείς να ρίξεις λίγο φως στο θέμα;
- δημοσιότητα
- ⮡ Βγήκε στο φως σήμερα το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής.
- ⮡ Η ανασκαφή έφερε στο φως δύο τάφους της Μυκηναϊκής εποχής.
- έξοδος, τέλος μιας δυσάρεστης κατάστασης
- ⮡ Μετά από πέντε μέρες κοντεύω να τελειώσω την έκθεση, επιτέλους βλέπω το φως στο τούνελ.
- η ελπίδα
- ⮡ Δίνει κάποιο φως αυτή η προοπτική.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία](Χρειάζεται μεταφορά ορισμών στις σελίδες τους)
- δίνω τα φώτα μου: μοιράζομαι τις γνώσεις μου σχετικά με κάτι
- (δίνω) το πράσινο φως
- ρίχνω φως: διαφωτίζω, διευκρινίζω
- ταχύτητα του φωτός : η ταχύτητα με την οποία το φως διαδίδεται στο κενό, ίση με 300.000 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο
- φέρνω στο φως: αποκαλύπτω
- φως φανάρι: ολοφάνερο
- είσαι το φως μου: έκφραση μεγάλης αγάπης
- χύνω φως
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
φωτο-
φωτο-
Σύνθετα
[επεξεργασία]
όπως ενδεικτικά |
και Επίσης
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-φωτο»
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-φωτος»
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-φωτιστος» |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
φως στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φως
|
όραση
→ δείτε τη λέξη όραση |
ηλεκτρικό ρεύμα
Πηγές
[επεξεργασία]- φως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)