сан

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

сан (sr) (λατινική γραφή: san) αρσενικό

  1. ο ύπνος
  2. το όνειρο