Πέταλο
Το πέταλο είναι συνήθως ένα σιδερένιο αντικείμενο σχεδιασμένο για να προσαρμόζεται στις οπλές των αλόγων, με σκοπό τη προστασία των πελμάτων τους. Η τοποθέτηση των πετάλων γίνεται από τον πεταλωτή. Θεωρείται σύμβολο της τύχης.
Λαογραφικά του πέταλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από την ύστερη αρχαιότητα έχουμε παραδόσεις για χρήση πετάλου. Σε μαγικούς παπύρους απαντάται μαρτυρία για χρήση πετάλου χρυσού, αργυρού, μολύβδινου, κασιτέρινου, σε φυλακτήρια για δαίμονες και φαντάσματα, σε φιλτροκαταδεσμούς, με σκοπό την εκπλήρωση άλλων επιθυμιών, και σε μαντικές ενέργειες.[1] Το πέταλο ευρέως χρησιμοποιείται ως προφυλακτικό μέσο από τη βασκανία. Έστι το κρεμούν για γούρι ή στις πόρτες ψηλά ή πίσω από αυτές και στην εισοδο του στάβλου. Η μαία το θέτει στο προσκέφαλο μωρού ή στην οσφυακή χώρα της λεχώνας. Τίθεται πάνω σε ζώα, και ως φυλακτήριο των ανθρώπων για αποτροπή της συκοφαντίας, επήρειας δαιμονικων όντων, με σκοπό την αποτροπή επικείμενης καταστροφής του αγρού, αν πέράσει κάποιος γυμνός μέσα από χωράφι σπαρμένο διά δημητριακών και κόψει στάχυ, αν στην εορτή του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου (24 Ιουνίου) περάσει από χωράφι και σπείρει πέταλα. Στην λαϊκή ιατρική για τη θεραπεία της σπλήνας χρησιμοποιείται πυρωμένο πέταλο.[2]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Άννα Παπαμιχαήλ, «Χρήσις των μεταλλών εις μαγικάς, δεισιδαίμονας και άλλας ενεργείας εις τον κοινωνικόν βίον του λαού», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, τομ.15-16 (1962-1963)σελ.83-84
- ↑ Άννα Παπαμιχαήλ, «Χρήσις των μεταλλών εις μαγικάς, δεισιδαίμονας και άλλας ενεργείας εις τον κοινωνικόν βίον του λαού», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, τομ.15-16 (1962-1963)σελ.82-83
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Άννα Παπαμιχαήλ, «Χρήσις των μεταλλών εις μαγικάς, δεισιδαίμονας και άλλας ενεργείας εις τον κοινωνικόν βίον του λαού», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, τομ.15-16 (1962-1963)σελ.62-91
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |