στρώνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek στρώνω (strṓnō), a metaplasm of Koine Greek στρωννύω (strōnnúō) -thematicisation of Ancient Greek στρώννῡμι (strṓnnūmi), a variant form of στόρνυμι (stórnumi)- based on the past tense stem στρωσ- of ἔστρωσα (éstrōsa) -Modern έστρωσα (éstrosa)- in the pattern of φθάνω (phthánō) - ἔφθᾰσα (éphthasa)[1] and integration to the -ώνω (-óno) verb-system.[2] Ultimately from Proto-Indo-European *sterh₃- (“to spread, extend”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]στρώνω • (stróno) (past έστρωσα, passive στρώνομαι, p‑past στρώθηκα, ppp στρωμένος)
- (of beds or tables) to make (put sheet on)
- (of other areas) to cover (with a sheet)
- (of clothes) to smooth out, removes creases from
- (of roads, pavements) to pave
- (of carpets, flooring) to lay
- and see: στρώνομαι (strónomai) (senses for the passive)
Conjugation
[edit]στρώνω στρώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στρώνω | στρώσω | στρώνομαι | στρωθώ |
2 sg | στρώνεις | στρώσεις | στρώνεσαι | στρωθείς |
3 sg | στρώνει | στρώσει | στρώνεται | στρωθεί |
1 pl | στρώνουμε, [‑ομε] | στρώσουμε, [‑ομε] | στρωνόμαστε | στρωθούμε |
2 pl | στρώνετε | στρώσετε | στρώνεστε, στρωνόσαστε | στρωθείτε |
3 pl | στρώνουν(ε) | στρώσουν(ε) | στρώνονται | στρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | έστρωνα | έστρωσα | στρωνόμουν(α) | στρώθηκα |
2 sg | έστρωνες | έστρωσες | στρωνόσουν(α) | στρώθηκες |
3 sg | έστρωνε | έστρωσε | στρωνόταν(ε) | στρώθηκε |
1 pl | στρώναμε | στρώσαμε | στρωνόμασταν, (‑όμαστε) | στρωθήκαμε |
2 pl | στρώνατε | στρώσατε | στρωνόσασταν, (‑όσαστε) | στρωθήκατε |
3 pl | έστρωναν, στρώναν(ε) | έστρωσαν, στρώσαν(ε) | στρώνονταν, (στρωνόντουσαν) | στρώθηκαν, στρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στρώνω ➤ | θα στρώσω ➤ | θα στρώνομαι ➤ | θα στρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στρώνεις, … | θα στρώσεις, … | θα στρώνεσαι, … | θα στρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στρώσει έχω, έχεις, … στρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στρωθεί είμαι, είσαι, … στρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στρώσει είχα, είχες, … στρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στρωθεί ήμουν, ήσουν, … στρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στρώσει θα έχω, θα έχεις, … στρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … στρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στρώνε | στρώσε | — | στρώσου |
2 pl | στρώνετε | στρώστε | στρώνεστε | στρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στρώσει ➤ | στρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στρώσει | στρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]Expressions:
- στρώνω στη δουλειά (stróno sti douleiá, “I put someone to work”)
- το στρώνει (to strónei, “literally: it covers; it is snowing and the snow covers the ground”, impersonal expression)
Proverbs:
- όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς (ópos stróseis, tha koimitheís)
Related terms
[edit]- ακατάστρωτος (akatástrotos)
- ανθοστρώνω (anthostróno)
- αξέστρωτος (axéstrotos)
- άστρωτος (ástrotos, “unmade”, adjective)
- ασφαλτοστρώνω (asfaltostróno)
- διαστρωμάτωση f (diastromátosi)
- επίστρωμα n (epístroma)
- επιστρώνω (epistróno)
- επίστρωση f (epístrosi)
- καλοστρώνω (kalostróno)
- κατάστρωμα n (katástroma, “deck”)
- καταστρώνω (katastróno)
- κατάστρωση f (katástrosi)
- λιθόστρωση f (lithóstrosi, “paving”)
- λιθόστρωτο n (lithóstroto, “cobble”)
- λιθόστρωτος (lithóstrotos, “cobbled”, adjective)
- μαρμαρόστρωση f (marmaróstrosi)
- ξέστρωμα n (xéstroma)
- ξεστρώνω (xestróno)
- ξέστρωτος (xéstrotos)
- οδόστρωμα n (odóstroma)
- οδόστρωση f (odóstrosi)
- οδοστρωτήρας m (odostrotíras, “steamroller”)
- πισσόστρωση f (pissóstrosi)
- πλακοστρώνω (plakostróno)
- πλακόστρωση f (plakóstrosi)
- πλακόστρωτος (plakóstrotos)
- σκυρόστρωση f (skyróstrosi)
- στρώμα n (stróma, “mattress”) & related
- στρωματέξ n (stromatéx)
- στρωματίδιο n (stromatídio)
- στρωματικός (stromatikós)
- στρωματογραφία f (stromatografía, “stratigraphy”)
- στρωματογραφικός (stromatografikós, “stratigraphic”, adjective)
- στρωμάτωση f (stromátosi)
- στρωμένος (stroménos, participle)
- στρωμνή f (stromní, “palliasse”)
- στρώση f (strósi)
- στρωσίδι n (strosídi)
- στρώσιμο n (strósimo)
- στρωτός (strotós)
- υπόστρωμα n (ypóstroma)
- χαλικοστρώνω (chalikostróno)
- χαλικόστρωση f (chalikóstrosi)
- χαλικόστρωτος (chalikóstrotos)
- By false etymology related to στρωμάτσο n (stromátso) & στρωματσάδα f (stromatsáda)
References
[edit]- ^ στρώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ στρώνω - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
Categories:
- Greek terms inherited from Byzantine Greek
- Greek terms derived from Byzantine Greek
- Greek terms inherited from Koine Greek
- Greek terms derived from Koine Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek terms derived from Proto-Indo-European
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek verbs conjugating like 'δηλώνω'
- Greek terms suffixed with -ώνω