Το παρόν βιβλίο απαρτίζεται από εννέα διηγήματα, στα οποία κυριαρχούν -μόνα τους ή σε συνδυασμό- αυτοβιογραφικά, μυθοπλαστικά και ψευδοδοκιμιακά στοιχεία. Κοινό τους θέμα είναι -σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα- "το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής". Τα διηγήματα, γραμμένα με παιγνιώδη και ενίοτε παρωδιακή διάθεση, ακολουθούνται από σημειώσεις, οι οποίες εντάσσονται αφηγηματικά στο κείμενο με τρόπο που θυμίζει κάποτε τον Μπόρχες. Ωστόσο, τα παιγνιώδη στοιχεία λειτουργούν συνειδητά ως αντίβαρο στο υπαρξιακό βάθος. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: "Επειδή το θέμα του βιβλίου είναι αρκετά βαρύ ή, μάλλον, δυσβάστακτο, το ύφος είναι, συχνά, παιγνιώδες, ώστε να μη βαρύνεται η ψυχή όχι μόνο του αναγνώστη αλλά και του ίδιου του συγγραφέα".
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης (Άμστερνταμ, Βρυξέλλες), δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή "Απόπειρες φωτός" (εκδ. "Δωδεκάτη Ώρα"). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: "Σχήματα απουσίας" ("Αρίων", 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), "Μεταμορφώσεις" ("Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή "Τύποι ήλων"), "Τύποι ήλων" ("Εγνατία-Τραμ", 1978), "Λεκτικά τοπία" ("Καστανιώτης", 1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" ("Υάκινθος", 1986), "Εσωτικά τοπία" ("Νεφέλη", 1991, 1η ανατύπωση: 1999), "Ο ακίνητος δρομέας" ("Νεφέλη", 1996, 1η ανατύπωση: 2000), "Ιδεογράμματα" ("Τα τραμάκια", 1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε" ("Νεφέλη", 2000), "Στο υπόγειο" ("Νεφέλη", 2004), "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, 2010). Το 2006 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των δέκα πρώτων ποιητικών του συλλογών, με τίτλο "Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000" ("Νεφέλη").
Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα" ("Αιγόκερως", 1981), "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς" ("Πατάκης", 1995), "Τρία μαγικά παραμύθια" ("Πατάκης", 1998), "Όντα και μη όντα" ("Γαβριηλίδης", 2006) και "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες" ("Κίχλη", 2008, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ' ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου). Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας ("Ποιήματα", 1981), Ράσελ Έντσον ("Όταν το ταβάνι κλαίει", 1986), Τζέιν Όστεν ("Περηφάνια και προκατάληψη", 1997), Ρομπέρτο Γιάρος ("Κατακόρυφη ποίηση", 1997) και Ανρί Μισώ ("Με το αγκίστρι στην καρδιά: μια επιλογή από το έργο του", 2003).
Έφυγε από τη ζωή απροσδόκητα το απόγευμα των Χριστουγέννων του 2011, από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 68 ετών, στο Θροφαρί Κορινθίας, όπου ζούσε επί είκοσι χρόνια.
Το 2020 έκλεισε με Αργύρη Χιόνη. Τι καλύτερο! Δεύτερη δική του συλλογή διηγημάτων που διαβάζω και μου άρεσε πολύ (αν και ομολογώ πώς Το οριζόντιο ύψος μου άρεσε λίγο παραπάνω). Δεν θα πω πολλά, τα έλεγε το βιβλίο, πολύ ωραία έκδοση με τις σημειώσεις και τα επίμετρα και όλα τα υπέροχα σχέδια, μάλλον θα ξεχωρίσω το Πώς χτίζεται ένα σπίτι και το κείμενο Ο δρόμος της μοναξιάς.
(Χριστούγεννα πέθανε ο άνθρωπος πριν 9 χρόνια και δεν το θυμόμουν😥)
Ο συγγραφέας στην πρώτη ιστορία της συλλογής μας διαβεβαιώνει ότι έχει απολύτως σώας τας φρένας. Ίσως να είναι και μια μικρή υπενθύμιση στον εαυτό του. Βέβαια, πιο πριν λέει πως
Ποτέ δεν είχα σώας τας φρένας, σαλεμένες τις είχα, αλλά αυτές οι σαλεμένες σώο με κράτησαν μέσα σ’ αυτό τον ανελέητο κόσμο της λογικής.
Είναι, βλέπετε, δύσκολο πολλές φορές να καταλάβεις που σταματάει η λογική και που αρχίζει η τρέλα. Ιδίως όταν εμφανίζονται οι φόβοι, όχι μόνο του συγγραφέα αλλά και σχεδόν κάθε ανθρώπου: η ηλικιακή φθορά εξαιτίας του χρόνου που περνάει, η μοναξιά, οι έρωτες που χάθηκαν, η ιδέα του θανάτου.
Όσον αφορά τη γλώσσα, ο Χιόνης κεντάει. Με μια πρώτη ανάγνωση απλή, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο όμως είναι λυρική με στοιχεία πρόζας ενώ δε λείπει το χιούμορ.
Υπέροχα τα σχέδια της Εύης Τσακνιά πριν από κάθε ιστορία και δένουν με την αισθητική του συγγραφέα. Ενδιαφέρον έχουν οι σημειώσεις και το επίμετρο της Γιώτας Κριτσέλη, σαν ένα είδος αποχαιρετισμού, που δίνουν βάθος στη συλλογή.
Πολύ αξιόλογα κείμενα, μια γραφή έντονα παιγνιώδης και ανατρεπτική. Σχετικά με τη ζωοφιλία, ο συγγραφέας κατορθώνει να μεταδώσει στον αναγνώστη την αγάπη του για τα ζώα χωρίς ούτε μια στιγμή να γίνεται η αφήγηση γλυκανάλατη και σαχλή. Το ανολοκλήρωτο κάποιων από τα διηγήματα της συλλογής δεν προκαλεί δυσφορία κατά την ανάγνωση, επειδή αφήνει τον αναγνώστη -κατά κάποιο τρόπο- "ξεκρέμαστο"στη μέση τη αφήγησης, αλλά αντιθέτως λειτουργεί εντέλει προς ενίσχυση της ειρωνικής και ανατρεπτικής διάθεσης και στόχευσης του συγγραφέα.
Η έκδοση είναι καλαίσθητη και προσεγμένη, με σημειώσεις- πέραν των σημειώσεων του συγγραφέα- και με επίμετρο. Και πάλι όμως, μου φάνηκε ότι στο επίμετρο η επιμελήτρια-εκδότρια κάπου υπερέβαλε με την αναλυτικότητα και την τάση για επεξήγηση των πάντων· είμαι της άποψης ότι πρέπει να ερμηνεύονται τα απολύτως απαραίτητα, ώστε να δοθεί χώρος και χρόνος στον αναγνώστη να επεξεργαστεί και να ερμηνεύσει τα κείμενα που μόλις έχει διαβάσει.
Το τελευταίο ανάγνωσμα για τον πρώτο μήνα του νέου χρόνου και αν κρίνω το πώς κύλησε σε προσωπικό επίπεδο, τότε ο τίτλος από μόνος του δε θα εξέφραζε καθόλου γιατί μόνο σώας τας φρένας δε νιώθω ότι έχω οπότε το λες και λίγο σουρεάλ το αναγνωστικό κλείσιμο του μήνα. Σαν βιβλίο, εν τούτοις, μια συλλογή 9 διηγημάτων ήταν μία κατά τη γνώμη μου εξαιρετική δουλειά. Γλώσσα απλής, σαφής, κατανοητή στον αναγνώστη γεμάτη ειλικρίνεια που κάνει τις σελίδες να τρέχουν παρακολουθώντας τις βιωματικές εμπειρίες του συγγραφέα που χάρη στην αφηγητική δεινότητα που διακρίνει το έργο του, αποτελούν ιστορίες που θα σε συγκινήσουν βαθιά και θα σε οδηγήσουν σε στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα σύνολο εννέα διηγημάτων. Η αφήγηση χαρακτηρίζεται συμπυκνωμένη και μεστή. Παρατηρούμε έναν εσωτερικό, ψυχαναλυτικό χαρακτήρα στα κείμενα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί είτε ψήγματα αυτοβιογραφικής χροιάς είτε από την ελληνική μυθολογία και τη Βίβλο. Ο ιστός των κειμένων εξυφαίνεται με στοιχεία ανατρεπτικής εξέλιξης, με λόγο σατυρικό, αλληγορικό και το καυστικό χιούμορ αφήνει μια γλυκόπικρη επίγευση.
Χθες βράδυ πριν ξαπλώσω είπα να διαβάσω μια ιστορία για να χαλαρώσω. Το αποτέλεσμα ήταν να κοιμηθώ στις 4 έχοντας ρουφήξει μονοκοπανιά όλο το βιβλίο και λυπημένη για τον χαμό του συγγραφέα το 2011. Τι ρυθμός, θεέ μου, και τι χιούμορ!
Είχα διαβάσει παλιότερα το Οριζόντιο Ύψος του Αρ.Χιόνη και θυμάμαι πως είχα νιώσει την ίδια αμηχανία που νιώθω τώρα. Την ίδια αμηχανία, ας πούμε, που νιώθω και απέναντι στον Γκαλεάνο. Η οποία αμηχανία μπορεί να συνοψιστεί περίπου στη διαπίστωση ότι μετά την ανάγνωση καταλήγω να συμπαθώ περισσότερο τον συγγραφέα απ' ό,τι το έργο του. Δεν είναι ότι δεν μου άρεσε το Οριζόντιο Ύψος ή το Εχων σώας τα φρένας. Κατέληξα, για παράδειγμα, ότι είναι εξαιρετική η φράση που αποτελεί πυρήνα της συλλογής («Ποτέ δεν είχα σώας τας φρένας, σαλεμένες τις είχα, αλλά αυτές οι σαλεμένες σώο με κράτησαν μέσα σ' αυτό τον ανελέητο κόσμο της λογικής»). Κάποια από τα διηγήματα με φάνηκαν έξοχα. Κάποια μέτρια κάπως. Άλλα αδιάφορα. Συν τοις άλλοις, δεν τα πάω και πολύ καλά με τις παραβολές-αλληγορίες-δεν ξέρω-πώς-τα λέν-αυτά. Ενίοτε ο ποιητικός τόνος του Χιόνη με φαίνεται γλυκανάλατος. Απ' την άλλη όμως, κι εκεί που ήμουν έτοιμος να βάλω τρία αστέρια (μια διόλου κακή βαθμολογία εδώ που τα λέμε, χώρια που όλο αυτό με τα αστεράκια είναι ένα αναγκαίο κακό), θυμήθηκα ότι α) χτες επί μια ώρα ζάλισα τ' αυτιά ενός κολλητού αναλύοντας (μάλλον αποτυχημένα) το πρώτο και ομώνυμο διήγημα της συλλογής και β) ότι σήμερα στη διάρκεια μια δίωρης διαδρομής με το αυτοκίνητο ζάλισα την Κ. εξιστορώντας της το Περί μαχαιριών (διήγημα της συλλογής κι αυτό). Οπότε, σ' ένα βιβλίο που τόσο συζήτησα (και θα ξαναμανασυζητήσω νομίζω, άσε που μπορεί και να το ξαναδιαβάσω) ας μπει ένα αστεράκι παραπάνω, στην τελική τι σημασία έχει;
Το «Έχων σώας τα φρένας» είναι το τελευταίο βιβλίο του σπουδαίου ποιητή Αργύρη Χιόνη. Δεν είναι απλά το πιο πρόσφατο, είναι το τελευταίο τελευταίο, γιατί εκδίδεται 5 χρόνια μετά το θάνατό του το 2011, σε επιμέλεια της εκδότριας του, Γιώτας Κριτσέλη, και με αρκετά διηγήματα ημιτελή.
Το πρώτο διήγημα, αυτό που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή και μοιάζει εντελώς αυτοβιογραφικό, εμένα με συγκίνησε και για το τι αντιπροσωπεύει. Ένας συγγραφέας γράφει ένα διήγημα για έναν άντρα που ζει μοναχικά όπως κι αυτός, και συντάσσει τη διαθήκη του αφήνοντας τα περισσότερα του υπάρχοντα στο αγαπημένο του τετράποδο, το τραπέζι του. Μας διαβεβαιώνει δε πως έχει σώας τας φρένας. Έτσι είναι και τα περισσότερα της συλλογής, ακροβατούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον μύθο, τον ποιητικό και τον πεζό λόγο, την αυτοβιογραφία και τη λογοτεχνική πλοκή.
Αυτό που δεσπόζει στα διηγήματα του Χιόνη, είναι η γλώσσα. Φαινομενικά λιτή και απέριττη, στην πράξη βαθιά ποιητική και υποβλητική. Αυτή σέρνει το χορό, αυτή δίνει μια ελαφρότητα στα θέματα, αυτή υποβάλλει έναν τόνο σκωπτικό και χιουμοριστικό στα κείμενα. Τα διηγήματα του Αργύρη Χιόνη συνομιλούν με την ποίησή του μέσω της γλώσσας, είναι άμεσα αναγνωρίσιμα ως δικά του, λόγω αυτής. Μιλάμε για έναν μαέστρο του ύφους.
Το βασικό θέμα του είναι η φθορά και ο θάνατος, η μοναξιά λίγο πριν το τέλος, τα γηρατειά, η φυγή από τα αγαπημένα πρόσωπα, ο τρόπος που αδικούμε και αδικούμαστε από τις σχέσεις και τη ζωή. Βαριά θεματολογία υπό τη σκιά του θανάτου, έξοχα ισορροπημένη από την αλαφράδα των ίδιων των κειμένων. Δεν δείχνουν τρέλα, μα έντονη και εξαιρετικά χαριτωμένη ιδιοτροπία.
Η έκδοση είναι πολύ προσεγμένη, με τα υπέροχα σχέδια της Εύης Τσακνιά πριν από κάθε διήγημα, και τα κείμενα της Γιώτας Κριτσέλη, που καθοδηγούν βήμα βήμα στα γιατί και τα πώς μιας μεταθανάτιας συλλογής διηγημάτων. Ένα τελευταίο έργο με λίγα λόγια, φτιαγμένο έτσι όπως άξιζε στον δημιουργό του.
Λάτρης του δρόμου και του πάθους με διηγήματα που αναδεικνύουν τη μοναχικότητα του συγγραφέα/ποιητη. Εμφανής η οξύτητα με την οποία παρατηρεί την καθημερινότητα, τόσο στην Εσπερία όσο και στο χωριό του.
Πρώτη επαφή με το πεζογραφικό έργο του Α. Χιόνη και, ο ενθουσιασμός και η απόλαυση ήταν τέτοια που ομολογώ ότι χρειάστηκε πολύ αυτοσυγκράτηση για να μην βάλω 5 🌟. Βάζω όμως σίγουρα 4,5 🌟 γιατί κείμενα όπως το πρώτο ομώνυμο αυτοβιογραφικό (αλλά και το επίσης αυτοβιογραφικό Πώς χτίζεται ένα σπίτι) με συγκίνησαν βαθύτατα με το περιεχόμενο και την κυματιστή ροή του ύφους! (Τρέχω να αγοράσω ο,τι άλλο βρω δικό του...)
Η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Χιόνη που δυστυχώς δεν πρόλαβε να εκδώσει ο ίδιος λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι όλα τα διηγήματα δουλεμένα στην οριστική τους μορφή. Ακόμα και έτσι αξίζει σίγουρα να διαβαστούν, ο συγγραφέας για άλλη μια φορά με το χαρακτηριστικό του παιγνιώδες και αλληγορικό ύφος πραγματεύεται δύσκολα θέματα που μας απασχολούν όλους όπως η μοναξιά, η φθορά του χρόνου, οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας.
υπάρχουν βιβλία που απλώς τα θέλεις να τα έχεις στη συλλογή σου. Υπάρχουν και βιβλία που απλά σου αρέσει ο συγγραφέας. τουτό το βιβλίο είναι και τα δυο. Είναι και αντικείμενο και συγγραφέας. Είναι το τραπέζι, είναι ο φαύνος, είναι τα κόλλυβα, η γάτα, τα Σεπόλια, το εξωτερικό, οι μεταφράσεις, η ποίηση, η μοναξιά, το Θροφαρί, ο Αργύρης Χιόνης...ότι πιο όμορφο και ζεστο διάβασα! Ευγε!
Διηγήματα βγαλμένα απο την ζωή του συγγραφέα που λίγο πολύ,σε διάφορες εκφάνσεις,τα γεγονότα τους και οι πρωταγωνιστές τους έχουν συμβεί και υπάρξει στις ζωές των περισσοτέρων απο μας...Όμορφες αλληγορίες που σε παραπέμπουν τον αναγνώστη στα ενδομυχά του για να εξερευνήσει τις δικές του αναμνήσεις και εμπειρίες.Διηγήματα που ταξιδεύουν την σκέψη σε άλλες εποχές και που μας κάνουν να αναλογιστούμε αυτά "τα μικρά" που πολλές φορές αποτελούν το αλατοπίπερο στην ζωή μας.
Πολύ όμορφες ιστορίες με μια δόση τρέλας, όχι εξίσου όλες το ίδιο ενδιαφέρουσες, αλλά σίγουρα με όμορφο τρόπο αποδιδόμενες. Ο έρωτας, τα γηρατειά, η ομορφιά, η εσωτερική δύναμη, η ζήλια, ο θάνατος, οι ανθρώπινες σχέσεις γενικά μεταξύ των βασικών θεμάτων που διαπραγματεύονται οι ιστορίες.
Δεν συνηθίζω να βάζω 5 αστεράκια, αλλά εδώ έπρεπε. Ο Χιόνης παίρνει βαριά θέματα όπως ο θάνατος, η φθορά των γηρατειών, η μοναξιά και τα παρουσιάζει παντρεύοντας τα με χιούμορ, ειρωνεία και παιχνιδιάρικη διάθεση. Σηκώνει πολλές πολλές επαναλήψεις ανάγνωσης.
Και τώρα πρέπει να πάω να αγοράσω ό,τι άλλο έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος.
Τρελές ιστορίες ή ιστορίες τρέλας. Δοσμένες παιχνιδιάρικα, σαν ιστοριες καληνυχτας. Για όνειρα γλυκά, παράλογα, ενάντια στη λογική του κόσμου. Δαιμόνια δεν θα συναντήσετε εδώ. Μοναχά την Χιμαιρα.
Ένα από τα καλύτερα βιβλία που διαβασα την τελευταία δεκαετία. Ακολουθούν spoilers και σχόλια για μερικές από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο (αποσπάσματα μιας παρουσίασης που έκανα παλιότερα εδώ ( https://www.kefalonitikanea.gr/2017/0... )
[...]
Στο εξαιρετικό διήγημα με τίτλο «Το απομεσήμερο ενός φαύνου», μια εύγλωττη απόκριση στο ομώνυμο ποίημα του Στεφάν Μαλαρμέ, ένας εξηντάρης εραστής, μετά το αγχώδες σμίξιμο του με την εικοσιτριάχρονη ερωμένη του, κατατρύχεται από «μίσος και αηδία για το παρηκμασμένο του κορμί». Αφού περιεργάζεται το λαχταριστό κορμί που αναπαύεται πλάι του, της επιτίθεται υπό τους ήχους του «Πρελούδιου στο απομεσήμερο ενός φαύνου» του Ντεμπισσί και την εγκαταλείπει. Όταν επιστρέφει στο άδειο πλέον σπίτι, βγάζει τον δίσκο ακόμα παίζει μουρμουρίζοντας «με κάποια θλίψη αλλά με πιο πολλή ανακούφιση»: “Ποτέ – ποτέ πια”, κάνοντας ένα εξαίσιο κυκλικό παιχνίδι με τον εμβληματικό στίχο του Πόε, του οποίου θαυμαστές υπήρξαν τόσο ο Μαλαρμέ όσο και ο Ντεμπισσί. Ιδιοφυές.
Στο διήγημα «Περί μαχαιριών», ένα από τα καλύτερα του βιβλίου, διαβάζουμε την ιστορία ενός παθιασμένου, απονενοημένου συλλέκτη. Η ένταση κλιμακώνεται αργά, σχεδόν νοσηρά, εν μέσω μίας άλλοτε καφκικής και άλλοτε μπορχεσιανής ατμόσφαιρας, και κορυφώνεται με μία γνήσια ανατροπή. Βεβαίως, τίποτα δεν είναι επίπεδο ή γραμμικό όταν μιλάμε για τον Αργύρη Χιόνη. [...] Το διήγημα «Περί μαχαιριών» παίρνει ως αφετηρία τη βιβλική ιστορία του αδελφοκτόνου Κάιν και με ψευδές δοκιμιακό ύφος διατρέχει την ιστορία και την εξέλιξη του μαχαιριού ως φονικό όπλο. Στη συνέχεια, και υιοθετώντας πλέον αμιγή μυθοπλαστικά στοιχεία, ο αφηγητής αναφέρει ότι είναι και ο ίδιος μανιώδης (και εμμονικός) συλλέκτης μαχαιριών. Το σοκ που υπέστη μετά την κλοπή της συλλογής του τον οδηγεί στο ιατρείο ενός ψυχιάτρου, όπου εν μέσω αδιάλειπτων συγκρουσιακών προβολών αναβιώνει η ιστορία του Κάιν και του Άβελ στα πρόσωπα των δύο αντρών ώσπου στο τέλος συντελείται το έγκλημα. Το αφήγημα κλείνει κυκλικά, επιστρέφοντας στη βιβλική ιστορία αδελφοκτονίας. Πρόκειται, πραγματικά, για ένα μικρό αριστούργημα.
Δεν θα μπορούσα να ολοκληρώσω αυτό το μικρό κείμενο χωρίς να κάνω αναφορά στο διήγημα «Πώς χτίζεται ένα σπίτι», ένα ακόμα από αυτά που ξεχώρισα στο βιβλίο. Σ’ αυτήν την ιστορία ο συγγραφέας μάς διηγείται πώς κατάφερε να φτιάξει το σπίτι του στο Θροφαρί Κορινθίας, ουσιαστική πρωταγωνίστρια όμως είναι η σχέση του με τη Φρόσω, μια γατούλα την οποία περιμαζεύει την εποχή που ζούσε ακόμα σε χώρα του «μουχλιασμένου βορρά». Η Φρόσω αποκτά αμέσως «ερωτική» σχέση με τον κύριό της, κι έτσι ξεκινά η αφήγηση μίας πανέξυπνης και ευφάνταστης αλληγορίας γύρω από τις παθιασμένες, κτητικές και (αυτο)καταστροφικές ερωτικές σχέσεις χωρίς αίσιο τέλος.
Η γλώσσα του Αργύρη Χιόνη είναι ανάλαφρη και ανεπιτήδευτη. Το ύφος του είναι ως επί το πλείστον σκωπτικό και υπαινικτικό. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Επειδή το θέμα του βιβλίου είναι αρκετά βαρύ ή, μάλλον, δυσβάστακτο, το ύφος είναι, συχνά, παιγνιώδες, ώστε να μη βαρύνεται η ψυχή όχι μόνο του αναγνώστη αλλά και του ίδιου του συγγραφέα». Ακόμα και στο διήγημα «Περί μαχαιριών», το οποίο θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένα μικρό δοκίμιο πάνω στον ανθρώπινο εγωισμό, η παιγνιώδης γλώσσα συντηρεί ένα κλίμα ιλαρότητας που συντελεί στην αναγνωστική απόλαυση.
Ήταν το πρώτο δικό του βιβλίο, που διάβασα. Εξαιρετική γραφή, τρομερά παιγνιώδης και απίστευτα ενδιαφέρουσα. Λάτρεψα, εννοείται, τις ιστορίες "Έχων σώας τας φρένας" , "Περί μαχαιριών" και το "Πώς χτίζεται ένα σπίτι". Πολύ όμορφη και προσεγμένη έκδοση. Το συστήνω ανεπιφύλακτα!