amount
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
amount | amounts |
amount (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ποσότητα, το ποσό
- το χρηματικό ποσό
- ⮡ What is the largest amount that we can give?
- Ποιο είναι το μέγιστο ποσό που μπορούμε να δώσουμε;
- ⮡ What is the largest amount that we can give?
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | amount |
γ΄ ενικό ενεστώτα | amounts |
αόριστος | amounted |
παθητική μετοχή | amounted |
ενεργητική μετοχή | amounting |
amount (en)
- ανέρχομαι, διαμορφώνομαι
- ※ The Gross Profit margin amounted to 20.4% for 2012 compared to 16.5% for 2011.
- Το περιθώριο Μικτού Κέρδους διαμορφώθηκε σε 20.4% στη χρήση 2012 από 16.5% το 2011. (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ The Gross Profit margin amounted to 20.4% for 2012 compared to 16.5% for 2011.