amount

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
amount amounts

amount (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η ποσότητα, το ποσό
    ⮡  I don’t care about the amount as much as the quality of the food.
    Δεν με ενδιαφέρει η ποσότητα όσο ποιότητα της τροφής.
    ⮡  the value/measurement of an amount - η τιμή/μέτρηση ενός ποσού
     συνώνυμα: quantity
  2. το χρηματικό ποσό
    ⮡  What is the largest amount that we can give?
    Ποιο είναι το μέγιστο ποσό που μπορούμε να δώσουμε;
ενεστώτας amount
γ΄ ενικό ενεστώτα amounts
αόριστος amounted
παθητική μετοχή amounted
ενεργητική μετοχή amounting

amount (en)

  • ανέρχομαι, διαμορφώνομαι
    ※  The Gross Profit margin amounted to 20.4% for 2012 compared to 16.5% for 2011.
    Το περιθώριο Μικτού Κέρδους διαμορφώθηκε σε 20.4% στη χρήση 2012 από 16.5% το 2011. (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)