fall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fall falls

fall (en)

  1. η πτώση
     συνώνυμα: tumble
  2. το φθινόπωρο
  3. και δείτε πληθυντικό: falls
ενεστώτας fall
γ΄ ενικό ενεστώτα falls
αόριστος fell
παθητική μετοχή fallen
ενεργητική μετοχή falling
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fall (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω, παρασύρομαι προς τα κάτω από το βάρος μου
    ⮡  Leaves fall in the fall.
    Τα φύλλα πέφτουν το φθινόπωρο.
    ⮡  Thick raindrops began to fall.
    Χοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν.
    ⮡  The glass fell from my hands.
    Το ποτήρι μου έπεσε από τα χέρια.
    ⮡  The rain/snow was still falling.
    Η βροχή/το χιόνι έπεφτε ακόμα.
    ⮡  Make sure not to let the baby fall.
    Πρόσεξε μη σου πέσει το παιδί.
  2. (αμετάβατο) πέφτω από μια όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος
    ⮡  He fell (down) and broke his leg.
    Έπεσε κι έσπασε το πόδι του.
    ⮡  Many trees fell in the storm.
    Έπεσαν πολλά δέντρα με τη θύελλα.
  3. (αμετάβατο) πέφτω, μειώνομαι σε ποσότητα ή δύναμη
    ⮡  My morale is falling.
    Πέφτει το ηθικό μου.
    ⮡  The temperature is falling.
    Η θερμοκρασία πέφτει.
    ⮡  The candidate/the party fell to last place in the election.
    Ο υποψήφιος/το κόμμα πάτωσε στις εκλογές.
    ⮡  The team fell to the bottom of the rankings.
    Η ομάδα πάτωσε στη βαθμολογία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
  4. (αμετάβατο) πέφτω σε ορισμένη κατάσταση
    ⮡  He fell into silence/a deep sleep.
    Έπεσε σε σιωπή/ύπνο βαθύ.
  5. (αμετάβατο) πέφτω, κρεμιέμαι, για μαλλιά ή κάποιο υλικό
    ⮡  Her hair fell to her shoulders.
    Τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της.
    ⮡  His beard fell to his chest.
    Τα γένια του έπεφταν στο στήθος του.
    ⮡  The curtain was falling to the floor.
    Η κουρτίνα έπεφτε ως το πάτωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hang
  6. (αμετάβατο) πέφτω, κατηφορίζει
    ⮡  The ground falls towards the river.
    Το έδαφος πέφτει προς το ποτάμι.
     συνώνυμα: descend
  7. (αμετάβατο) πέφτω, περνάω, ανατρέπομαι από την εξουσία
    ⮡  The government fell.
    Έπεσε η κυβέρνηση.
    ⮡  The enemy’s capital fell.
    Έπεσε η πρωτεύουσα του εχθρού.
    ⮡  When Crete fell to the Venetians…
    Όταν η Κρήτη πέρασε στους Βενετσιάνους…
  8. (αμετάβατο, λογοτεχνικό) πέφτω, φονεύομαι
    ⮡  They fell on the battle field.
    Έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
  9. (αμετάβατο, για χρονικές περιόδους) πέφτω, είμαι
    ⮡  My name day falls on a Monday this year.
    Η γιορτή μου πέφτει Δεύτερα φέτος.
  10. (αμετάβατο, για τοποθεσίες) πέφτω, βρίσκομαι
    ⮡  The light fell on her face.
    Το φως έπεσε στο πρόσωπό της.
    ⮡  The accent falls on the first syllable.
    Ο τόνος πέφτει στην πρώτη συλλαβή.
    ⮡  Her eyes fell on me.
    Τα μάτια της έπεσαν πάνω μου.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

fall (de)

  • προστακτική του fallen