falling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]falling (en) (χωρίς παραθετικά)
- που πέφτει
- falling leaves
- falling prices
- falling tensions in Gaza (η ένταση μειώνεται στη Γάζα)
- πτωτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]falling (en) συνήθως στον ενικό - πληθυντικός: fallings
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]falling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του fall