wound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά 1

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
wound wounds

wound (en)

ενεστώτας wound
γ΄ ενικό ενεστώτα wounds
αόριστος wounded
παθητική μετοχή wounded
ενεργητική μετοχή wounding

wound (en)

Προφορά 2

[επεξεργασία]
 

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

wound (en)