wound
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά 1
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
wound | wounds |
wound (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | wound |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wounds |
αόριστος | wounded |
παθητική μετοχή | wounded |
ενεργητική μετοχή | wounding |
wound (en)
- τραυματίζω (προκαλώ τραύμα)
- (μεταφορικά) τραυματίζω (θίγω)
Προφορά 2
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]wound (en)