Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Κολύμπι στα ρηχά

Κολυμπάω χρόνια τώρα στην ίδια παραλία της Αττικής, κοντά στο Σούνιο, και παρατηρώ τον ίδιο βυθό. Τον βλέπω να αλλάζει μέσα στις δεκαετίες και στις χρονιές, ακόμα και στους μήνες. Έχει αλλάξει η υφή, το χρώμα, η βλάστηση. Κάθε μέρα, όσο έχω την τύχη, το προνόμιο να βρίσκομαι εδώ, φοράω τη μάσκα μου και κολυμπάω εύκολα, πιο εύκολα βέβαια με τη μάσκα από ό,τι χωρίς τη μάσκα, οπότε καλύπτω κάμποση απόσταση ακολουθώντας την ακτογραμμή.

Φέτος παρατηρώ ότι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί οι αχινοί. Είναι ζήτημα να είδα συνολικά πεντέξι σε μια περιοχή που έβλεπες αναρίθμητους, κι έπρεπε μάλιστα να προσέχεις μην τους πατήσεις. Οι λίγοι που είδα είναι αρσενικοί, κατάμαυροι, αυτοί που τους περιφρονούν όσοι μαζεύουν αχινούς, αφού δεν έχουν αυγά. Τα αυγά είναι που τρώγονται από τους αχινούς, οπότε μια αχινοσαλάτα, ας πούμε, περιέχει ολόκληρη μελλοντική αποικία αχινών μεγάλης έκτασης. Πάνε χρόνια που δεν μαζεύω και δεν τρώω αχινούς. Στην κοντινή μας ταβέρνα τρέμω να ρωτήσω αν έχουν την αχινοσαλάτα που φιγουράρει στο μενού.

Κολυμπώντας ακολουθώ καμιά φορά τα μικρά ψαράκια που επιβιώνουν ανάμεσα στους κολυμβητές, πετρόψαρα κυρίως, προσπαθώ μάταια να δω κανένα χταπόδι. Πάει καιρός που δεν βλέπω πια χταπόδια εδώ πέρα. Πριν καμιά δεκαετία είχα δει ένα μεγάλο χταπόδι,  μου φάνηκε ότι κάπως με κοίταξε, έπαθα σοκ κι έκτοτε σταμάτησα να παραγγέλνω χταπόδια στις ταβέρνες. Προσπαθώ να πείσω και τους άλλους, αλλά αν δεν τα καταφέρω και το παραγγείλουν το χταπόδι, παίρνω ένα κομματάκι. Μου αρέσουν τα θαλασσινά και τα ψάρια αλλά αγοράζω πια μόνο ιχθυοτροφείου. Ξέρω ότι πολλοί το θεωρούν αυτό κατάντια, τσιπούρα μόνο αλανιάρα, σου λένε, αλλά εγώ έχω συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Δεν θέλουν τα ιχθυοτροφεία, λες και οι θάλασσες είναι ακόμα γεμάτες ψάρια, όπως πριν μισό αιώνα. Λερώνουν τα ιχθυοτροφεία, σου λένε. Και πώς θα ταϊστεί η ανθρωπότητα, τα οχτώ δισεκατομμύρια; Αν συνεχίσουμε να αγνοούμε την καταστροφή που προκαλούμε, σε λίγα χρόνια θα έχουν εξαφανιστεί τα ψάρια κι όλη η θαλάσσια ζωή. Πρέπει να υπάρχουν ιχθυοτροφεία, και συμφωνώ να ελέγχονται, να λειτουργούν σωστά και με κανόνες υγιεινής, εννοείται. Αλλά να μην τα θέλεις καθόλου είναι η ίδια νοοτροπία που θεωρεί κακό πράγμα τις ανεμογεννήτριες, που θέλει να αγνοεί ότι χρειαζόμαστε συνεχώς όλο και περισσότερη ενέργεια και η χρήση του ανέμου και του ήλιου κάνει το λιγότερο δυνατό κακό στην παραγωγή της.

 Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί κείμενο για συλλογή υπογραφών κατά της δημιουργίας φάρμας χταποδιών. Θα καταπιέζονται τα χταπόδια στη φάρμα. Ναι, θα ήταν καλό να σταματούσαμε όλοι μαζί, σε όλο τον πλανήτη, να τρώμε χταπόδια, αλλά αυτό αποκλείεται να συμβεί, οπότε το δίλημμα είναι, ή να αφήσουμε να εξαφανιστούν, ή να γίνουν φάρμες χταποδιών. Σκληρό, αλλά και τα αυγά και το γάλα και το κρέας από φάρμες το παίρνουμε. Να αλλάξουμε συμπεριφορά ως άνθρωποι απέναντι στα ζώα που τρώμε, αυτό είναι σωστό και δίκαιο αίτημα. Να γυρίσουμε στον παράδεισο της τροφοσυλλεκτικής περιόδου όμως δεν γίνεται, πώς να το κάνουμε.

Στις ταβέρνες παραγγέλνω σαρδέλα και γαύρο, αλλά κι αυτά φέτος με προβληματίζουν. Η σαρδέλα μικρότερη από το κανονικό. Μήπως κι αυτή έχει έλλειψη; Γκουγκλάρω και το επιβεβαιώνω, δεν υπάρχει είδος ψαριού που να μην υποφέρει από την υπεραλίευση. Και δυστυχώς δεν ξέρω να έχουν δημιουργηθεί ιχθυοτροφεία για σαρδέλες. Ελπίζω να γίνουν στο μέλλον.

Στο βυθό που χρόνια παρατηρώ η μεγαλύτερη αλλαγή είναι τα φύκια. Υπήρχαν κάποτε, αλλά πια δυσκολεύομαι να θυμηθώ πριν πόσα χρόνια, εκείνα τα λεπτά, σγουρά, ανοιχτοπράσινα προς πορτοκαλί φύκια που έκρυβαν κοχυλάκια στις τούφες τους, τα οποία έχουν πλέον εξαφανιστεί. Ούτε για δείγμα δεν βλέπω τέτοια. Κάποτε είχα διαβάσει ότι η βλάστηση του βυθού αλλάζει από τα πολλά αντηλιακά που διαλύονται στο νερό. Εδώ κολυμπά κόσμος πολύς, και μπορεί να είναι αυτή η απάντηση. Φροντίζω να βάζω αντηλιακό είκοσι λεπτά, τουλάχιστον, πριν μπω στη θάλασσα, έτσι είναι καλύτερα και για το δέρμα, αλλά η ιδέα δεν κυκλοφορεί γενικά.

Κολυμπώντας βέβαια ξεχνάω όλες αυτές τις θλιβερές αλήθειες και απολαμβάνω τις κινήσεις των λίγων ψαριών που βλέπω, τις αντανακλάσεις του ήλιου στην άμμο του βυθού, τον τρόπο που οι ποσειδωνίες ακολουθούν το κύμα, τη μαγεία των βράχων μέσα στο νερό. Ψάχνω μετά τα ονόματα των ψαριών και δεν βρίσκω όλα όσα θέλω, οι φωτογραφίες είναι από ψαράδικα, τα ψάρια νεκρά δεν μοιάζουν με τα ζωντανά, και κάμποσα είδη δεν μπορώ να τα ονομάσω. Οι πληροφορίες στοχεύουν στο πώς να τα ψαρεύεις και πώς να τα μαγειρεύεις, όχι πώς να τα ταυτοποιείς παρατηρώντας τα. Το σπορ fish watching δεν έχει ακόμα αξία.

Νομίζω ότι το ελεύθερο ψάρεμα, ακόμα κι από ερασιτέχνες, είναι πλέον ανεπίτρεπτη πολυτέλεια. Όταν βλέπω ψαροντουφεκάδες στην ακτή εύχομαι να μην καταφέρουν να πετύχουν τα θηράματα τους. Δεν πλησιάζω πια να θαυμάσω τα παιδιά που προσπαθούν με καλάμια να πιάσουν ψαράκια. Ο πατέρας που τις προάλλες μάλωνε το γιο του: «Άφησες το σαργό να φύγει, ολόκληρο σαργό!», με ξάφνιασε σα να έλεγε κάτι άσεμνο.

Και στον εγγονό σου δεν θα επιτρέψεις να ψαρέψει; θα μου πείτε ίσως. Το ψάρεμα είναι μεγάλη διασκέδαση για τα παιδιά, αλλά νομίζω ότι μπορείς να το συνοδεύεις με χρήσιμες πληροφορίες για το επιτρεπόμενο μέγεθος των ψαριών και την εποχή που ψαρεύεται το καθένα. Περισσοτερα θα μάθουν τα παιδιά παρά θα ψαρέψουν.  Η νέα γενιά θα αποκτήσει μεγαλύτερη οικολογική συνείδηση, θέλει δεν θέλει.




Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

Νεαρή μαμά βγάζει από τα ρηχα τη σπασμένη απόχη του μικρού της γιου που ακολουθεί ενθουσιασμένος. 

-Ποιος την έσπασε; 

- Το κοριτσάκι που… αρχίζει να απαντάει ο μικρός.

-Γιατί της την έδωσες;

-Μου τη ζήτησε και…

-Να μη δίνεις ποτέ τα πράγματα σου! 

-Μα τη…

Η μαμά αρχίζει να αγριεύει.

- Ακούς τι σου λέω; Να μη δίνεις ποτέ σε κανέναν τίποτε! Ας ζητάνε! Να μάθεις να μην δίνεις ποτέ τίποτα σε κανέναν! 

-Μα, μαμά…. 

-Ποτέ, τίποτα σε κανέναν! Εσυ φταις που έσπασε η απόχη, εσυ φταις που την έδωσες! 

-Μαμά…

Ο μικρός είναι έτοιμος να κλάψει. Μαύρη ζωή τον περιμένει, μου έρχεται να της πω, αν στ αλήθεια μάθει να μη δίνει ποτέ τίποτα σε κανέναν. Αλλά απομακρύνομαι γρήγορα και δεν λέω τίποτα. Δεν μπορείς να γλιτώσεις τα παιδιά από τους γονείς τους. 



Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

  Μετράω τα χρόνια και βρίσκω πως είναι κιόλας 34 αφότου γνωριστήκαμε με τον κο Τάκη, το γείτονα μας στη Δράκεια. Το σπίτι του ήταν ακριβώς πριν από το δικό μας στον κεντρικό δρόμο, κι έπρεπε να περάσουμε δίπλα του για να βγουμε στο μονοπατάκι του κήπου μας. Καθόταν τα καλοκαίρια με τη γυναίκα του στην αυλή του σπιτιού τους, σε φερφορζέ καρέκλες, κι έπιναν τον καφέ τους, ή το τσίπουρο, αναλόγως, και πάντα μας καλούσαν για καφεδάκι ή μεζέ, και συχνά εγώ πήγαινα, σπανιότερα οι άλλοι της παρέας και της οικογένειας που είχαν τα προγράμματα τους για τις εκδρομές.

Κι έτσι άρχισα σιγά- σιγά να εκτιμώ το αφηγηματικό του ταλέντο, ξεκινώντας στην αρχή τυπικές κουβέντες στις οποίες απαντούσε χρησιμοποιώντας τη γοητευτική θεσσαλική ντοπιολιαλιά. Σταμάτησα να βιάζομαι, σταμάτησα να βαριέμαι, κι έκανα τη σκέψη ότι θα έπρεπε να καταγράψω το λόγο του, όταν άρχιζε ας πούμε να διηγείται το πώς ανέβαινε να δουλέψει στο Σανατόριο του Καραμάνη, μέσα από το μονοπάτι του βουνού, το ίδιο που κι εμείς προσπαθήσαμε να πάρουμε κάποτε, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε να φτάσουμε ως εκεί. Έχει βέβαια χαθεί πια, αφότου άνοιξαν τόσοι δρόμοι που παλιότερα δεν υπήρχαν. 
Δούλευε από μικρό παιδί λοιπόν, και δούλευε εργάτης, είχε σύνταξη του ΙΚΑ, ένα είδος προνομίου για το χωριό όπου οι περισσότεροι έχουν σύνταξη του ΟΓΑ. Μετά το σανατόριο δούλεψε στα ψυγεία των μήλων, έφαγα τα πόδια μου στο παγωμένο νερό, έλεγε. Όταν τον γνωρίσαμε είχε πάρει σύνταξη, αλλά δεν σταματούσε να δουλεύει. Ξυπνούσε χαράματα και περιποιούνταν τον κήπο από όπου προμηθευόταν το ζεύγος όλα τα λαχανικά του, και τα φρούτα του. Επιπλέον είχαν κοτέτσι για τα αυγά τους και τα κοτόπουλα τους. 
Κάθε μεσημέρι, πριν τη μια η ώρα, ετοίμαζε η γυναίκα του η Βασιλική το τραπέζι με όλα τα απαραίτητα, τραπεζομάντιλο, μαχαιροπήρουνα, τα πάντα. Κάθε μεσημέρι τρώγανε μαζί και κάθε βράδυ κάθονταν οι δυο τους να δούνε τηλεόραση. Δεν του άρεσε του Τάκη να πηγαίνει στο καφενείο με τους άλλους άντρες του χωριού, προτιμούσε να μένει στο σπίτι. Ελάχιστες φορές τον είχαν πετύχει στην πλατεία, και τα τελευταία χρόνια τον παρακαλούσα καμιά φορά να έρθει μαζί με τη Βασιλική να καθίσουμε, αλλά δεν ήθελε. 

Για χρόνια περίμενα να εμφανιστούν φοιτητές Φιλολογίας, Γλωσσολογίας, ερευνητές, ήμουν σίγουρη ότι θα έρχονταν κάποια στιγμή, αφού εγώ δεν κατάφερνα να καταγράψω το λόγο του, γιατί όποτε έβλεπε μαγνητόφωνο έχανε τον οίστρο. Κι έτσι, χωρίς μαγνητόφωνο έμειναν οι περιγραφές για τις δουλειές που έκανε στα νιάτα του (ανέβαινα στην καστανιά και γκρέμιζα τα κάστανα), για τη συμφορά στο χωριό, όταν εκτέλεσαν οι Γερμανοί 120 άντρες (ήμαν τότε μικρός εγώ…) για το σεισμό του 55 και πώς γκρέμισαν το αρχοντικό στο οικόπεδο που χτίσαμε εμείς χρόνια αργότερα ένα σπιτάκι (σάρισαν το σπίτι δεμένο με κάτι συρματόσκοινα χοντρά, να σαν το μπράτσο μου!) κι ένα σωρό ακόμα ιστορίες που τις έλεγε με κείνη την υπέροχη θεσσαλική ντοπιολιαλιά και γνήσιο αφηγητικό ταλέντο. Ένας θησαυρός ήταν αυτός ο άνθρωπος, αλλά δεν τον ανακάλυψαν τελικά οι φοιτητές Φιλολογίας, Γλωσσολογίας, Ιστορίας, μόνο μια συνέντευξη για το Σανατόριο του πήραν κάποτε, σε έρευνα για τον συντοπίτη γιατρό Καραμάνη. Κρίμα, πολύ κρίμα.
Βάζω λίγες φωτογραφίες από όσες έχω, τόσα χρόνια στη Δράκεια έβγαλα βέβαια πολλές. Τα απογεύματα που κάθονταν με τη μαμά και τη θεία μου στην αυλή και κουβέντιαζαν, αυτή τη γαλήνη που νόμιζες ότι εξασφάλιζε διάρκεια αιώνια. Δεν τις βρήκα, έχω αυτήν εδώ με τη ρίγανη, που είχα γράψει κάτι τότε και στην εφημερίδα, την άλλη στην αυλή και μια από τις χειμωνιάτικες εκδρομές μας που πηγαίναμε μεγάλη παρέα στη Δράκεια.


Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Στη θάλασσα, μαζί με τα άλλα τα παιδάκια

Πρώτα διάβασα τα σχόλια, η μάνα που πέταξε το παιδί στη θάλασσα. Διεστραμμένο τέρας. Χρειάζεται λυντσάρισμα. Είχε δυο ακόμα παιδιά μαζί. Κράτησε τ’αγόρια, πέταξε το κορίτσι. Μετανάστρια.

Το παιδί είχε πεθάνει. Φοβήθηκε.

Ας το πήγαινε σε νοσοκομείο. Κανένα νοσοκομείο δεν θα την έδιωχνε.

Πραγματικά. Κανένα νοσοκομείο δεν διώχνει άρρωστα παιδιά στην Ελλάδα, αλλά το ήξερε; Πώς μαθαίνουν να βρίσκουν βοήθεια για τα παιδιά οι μετανάστριες; Υπάρχει κάποιο γραφείο πληροφοριών; Μήπως το μόνο που μαθαίνουν με χίλιους τρόπους είναι ότι είναι ανεπιθύμητες, κι αυτές και τα παιδιά τους και κυρίως οι άντρες τους που καταφέρνουν να φτάσουν στις απέραντες ελληνικές ακτές; Απέραντες για τη Γεωγραφία, για μας πολύ στενές κι αυτοί δεν χωράνε. Τι για εισβολή μιλάμε, μόλις αποφευχθεί κανένα ναυάγιο με φτωχούς ανθρώπους που ελπίζουν να δουλέψουν σα σκλάβοι ερχόμενοι με κίνδυνο της ζωής τους στην Ευρώπη, τι για υβριδικό πόλεμο. Απίστευτες εξυπνάδες, και μετράνε μετά οι πολιτικοί τις μερίδες φαγητό που τους δίνουν, ευρωπαϊκά λεφτά ούτως ή άλλως, αφού τους κλείσουν κάπου συρματοπλεγμένους, αντί να τους αφήσουν να δουλέψουν τους ανθρώπους, το μόνο που θέλησαν. Αυτό είναι ο υβριδικός τους πόλεμος. Πόσες ψήφους πια θα μαστεύσουν από την καλλιέργεια του μίσους και του φόβου; Και πόση υποκρισία μπορούμε να αντέξουμε όταν βγαίνουν στο φως τέτοιες ιστορίες;

Στη θάλασσα το πέταξε το παιδάκι της η μετανάστρια, δεν μου φαίνεται εμένα και τόσο τερατώδες. Στη θάλασσα από όπου ίσως έφτασε κι αυτή με χίλιους κόπους. Στη θάλασσα με τα άλλα τα παιδάκια, ή θα μου πείτε ότι δεν ξέρουμε πως έχει η θάλασσα παιδάκια στο βυθό της, από τα ναυάγια με τους μετανάστες, από την Πύλο που τόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν, από τις προσπάθειες να περάσουν στα νησιά. Στη θάλασσα που λέγαμε ότι ενώνει, τι ρομαντικά πράγματα έχουμε πει… Γιατί όχι στη θάλασσα δηλαδή; Γιατί να το δώσει στη γη που δεν τη θέλει; Η θάλασσα δεν ρωτά, αγκαλιάζει χωρίς κόπο, σε παίρνει, σε νανουρίζει. Μπορεί και να σε χρησιμοποιεί, αν καταφέρεις να απομακρυνθείς από τις ακτές όπου θα σε βρουν, θα σε συλλάβουν, θα σε ανακρίνουν, θα σε φυλακίσουν, θα καταλήξεις σε κελί και θα ψάχνεις μετά τα παιδιά σου, που μπορεί να σε κρίνουν ανάξια να ξαναδείς, αυτοί  που δεν σε βοήθησαν, δεν σε καθοδήγησαν, λες και δεν ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις παιδιά, ακόμα και στη δική σου χώρα, στο ίδιο σου το σπίτι, με τις γιαγιάδες παραστάτες, λες και δεν μεγάλωσε κανένας τους παιδιά, λες και δεν είδαν ποτέ παιδί να μεγαλώνει. Αυτοί που δεν σε ήθελαν, που σε έδιωχναν με κάθε τρόπο. Αυτοί είναι οι κριτές σου.

 

 

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Λονδρέζικο καλοκαίρι


Σέρνω τη βαλιτσούλα μου στις βρεγμένες πλάκες του πεζοδρομίου κι αναρωτιέμαι γι άλλη μια φορά πού πήγε εκείνος ο έρωτας που είχα για την Αγγλία μέχρι πριν λίγα χρόνια. Όχι ότι την αγαπούσα περισσότερο από τη Γαλλία ή την Ιταλία, αλλά ας πούμε ότι την περιείχε η λατρεία μου για ολόκληρη την Ευρώπη, με την ιδιαιτερότητα του έρωτα για κάθε χώρα, όπως αγαπάς ξεχωριστά κάποιον για μερικά πράγματα και διαφορετικά για κάποια άλλα. Ξέρω βέβαια τι φταίει, ξέρω ότι μου έσπασε την καρδιά (broke my heart) με το Βrexit, αλλά δεν θέλω να το παραδεχτώ. Είναι δυνατόν να είμαι τόσο βαθιά εξαρτημένη από πολιτικά γεγονότα που δεν είναι παρά συγκυριακά, δεν δείχνουν παρά μια παράξενη, ιδιότυπη, αδικαιολόγητη, βλακώδη βεβαίως, αλλά ίσως ασήμαντη εν τέλει καμπή της Ιστορίας; Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό, θέλω να νιώσω την ίδια συγκίνηση με την καλοκαιρινή δροσιά του νησιού της Βρετανίας, να θαυμάσω ξανά τα πελώρια δέντρα στα πάρκα του Λονδίνου, να αλαφρώσει το μυαλό μου με τους ξαπλωμένους στο γρασίδι νεαρούς, να γελάσει το χειλάκι μου με τα χαζά ρητά έξω από τις παμπ, να χαμογελάσω στις κυρίες που μου χαμογελούν και να το γλεντήσω όπως το γλεντούσα κάποτε, αλλά όχι. Είναι αδύνατον.

Μπαίνω ωστόσο στο πάρκο να κόψω δρόμο για το σπίτι όπου θα είμαι για ένα μήνα με το εγγονάκι μου, εγγλεζάκι από τη γέννηση του, προσπαθώ να πάρω βαθιές ανάσες κάτω από τις πλούσιες φυλλωσιές των μεγάλων δέντρων, που τα έχω δει και χειμώνα και άνοιξη, έχω μάθει τα ονόματα τους, τα έχω αγαπήσει στη λογοτεχνία, στις σελίδες των σπουδαίων Βρετανίδων που από παιδάκι με σαγήνεψαν, προσπαθώ να ζωντανέψω ξανά ακριβώς τη δική τους ματιά, να ξανανιώσω τη συγκίνηση τους, και δεν πιάνει το παλιό ξόρκι. Ωραία η δροσιά και το πράσινο καλοκαίρι, τα σώματα που ξεγυμνώνονται, τα ποταμάκια που θυμίζουν εξοχή όπου θα μπορούσες λέει να ψαρεύεις και να ξαπλώνεις στα θερισμένα στάχυα αφού είχες πάει βόλτα με το ποδήλατο, αλλά είναι σα σκηνικό, δεν μπορώ πια να μπω μέσα στο έργο. Τώρα που τα παιδιά μου ζουν εδώ σαν πολίτες της χώρας, εγώ νιώθω πιο ξένη από την πρώτη φορά που είχα έρθει και δεν καταλάβαινα τίποτε όταν μου μιλούσαν. Ξένα μου φαίνονται τα ωραία σπιτάκια της γειτονιάς τους, με τις κολονίτσες τους που κάποτε ζήλευα και τους πίσω κήπους που θεωρούσα τόσο μεγάλο προνόμιο, ξένες και αδιάφορες οι περιποιημένες προσόψεις με τα λουλούδια, ορτανσίες, λυγαριές, τριανταφυλλιές και ρυγχόσπερμα, γιασεμιά και υβίσκους, τα μαγαζάκια με όλη τους τη φαντασία και τα ψαγμένα τους αντικείμενα.

Στο πάρκο αυτό θα περνάμε κάθε απόγευμα με το μικρούλι μου, ενίοτε και τα πρωινά. Κάθε μέρα πικνίκ και προσπάθειες κοινωνικοποίησης με τον πολύχρωμο πληθυσμό των οικογενειών, γονείς που μιλούν όλες τις γλώσσες, παιδάκια που μιλούν τα νέα αγγλικά, εντελώς ακατανόητα βέβαια πλέον για μένα. Τις βροχερές μέρες πηγαίνουμε στην κοντινή βιβλιοθήκη όπου τα παιδιά μπορούν να κυλιστούν στο χαλί -μοκέτα συνθετική είναι αλλά έχει επάνω σχέδια με πασχαλίτσες- ταλαιπωρώντας τα εκατοντάδες παιδικά βιβλία τριγύρω. Πιο πολύ  αρέσει στο μωρό μου να τρέχει στο γρασίδι και να μαζεύει τους πεσμένους από τα δέντρα καρπούς, άγρια κάστανα αγκαθωπά, κάτι μηλαράκια σε μέγεθος αμυγδάλου που προσπαθεί να φάει κρυφά από μένα, μούρα που του δίνω η ίδια όταν καταφέρνω να τα φτάσω, και διάφορα άλλα μυστήρια που μαζεύει περνώντας την τροφοσυλλεκτική περίοδο της ανθρωπότητας. Ξεκινάμε πάντα με κοντομάνικα, αλλά και ζακέτα μαζί μας, και ομπρέλα και καπέλο, δια παν ενδεχόμενο, και συνήθως όλα χρειάζονται. Δεν μένεις ποτέ χωρίς να απασχολείς τα χέρια σου όταν κάνεις βόλτα στο Λονδίνο, κάθε λεπτό η θερμοκρασία αλλάζει.

Προσπαθώ για λογαριασμό του εγγονού μου να εντάξω τις εμπειρίες μας στη μεγάλη ευρωπαϊκή αίσθηση, και μέσα μου εύχομαι να θελήσει γρήγορα να έρθει να περάσει καλοκαίρια στην Ελλάδα. Να σκάμε από τη ζέστη και να πηγαίνουμε στη θάλασσα, να κολυμπάει όπως ο μπαμπάς του, δελφινάκι από βρέφος, κι όταν γυρίζει πίσω στο Λονδίνο, ή όπου άλλού θα βρίσκεται, να θυμάται την αλμύρα και τη χαύνωση, τη σιέστα μετά το κολύμπι, να έχει το μυστικό μας αυτό, κρυμμένο στης καρδιάς τα βάθη.

Η άλλη ευχή είναι να ζήσω να δω τους Βρετανούς να παίρνουν πίσω το Brexit. Από περιέργεια, να δω, θα την  αγαπήσω αυτή τη χώρα ξανά;




Advent

Κάποτε σε ένα ευτυχισμένο ταξίδι στο Βέλγιο, είχαμε βρει ένα ξύλινο παιχνίδι, γερμανική σπεσιαλιτέ μάθαμε μετά. Φτιάχνουν τέτοια ανθρωπάκια ...