Καρυότυπος (ουσ.) [λόγ. <γαλλ. caryotype caryo- «πυρήνας» αρχ. κάρυο(ν) + -type αρχ. τύπος] η απεικόνιση, ανά ζεύγη και κατά φθίνουσα σειρά μεγέθους, του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, η οποία χρησιμεύει στη διάγνωση τυχόν ανωμαλιών στη δομή ή τον αριθμό τους.
Ο N., ένας τριαντάχρονος μοριακός βιολόγος, μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη για να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Εκεί, ξένος μεταξύ ξένων, χρησιμοποιεί τα πειράματά του για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν: Είναι η γονεϊκή στοργή εγγενές ή επίκτητο χαρακτηριστικό; Είναι η μοναξιά επιλογή ή αναπόδραστη ανθρώπινη συνθήκη; Πότε απαλλάσσεται κανείς από το βάρος των πρώτων βιωμάτων;
Η αφήγηση, διατρέχοντας τον καρυότυπο του Ν., περιγράφει την καθημερινότητα ενός ανθρώπου που παραμένει παρατηρητής της ζωής του και ξεχνά να τη ζήσει. Kινούμενος χωρίς πυξίδα σε μια πόλη την οποία αρνείται να γνωρίσει, ο ήρωας αναμετράται με τις ρίζες του, με τη χώρα στην οποία ζει και τη χώρα από την οποία προέρχεται, με τη γλώσσα, τη μοναξιά, την οικογένειά του και το άλλο φύλο, τις επινοημένες μνήμες και τις ενοχές του, με τα βαθιά χαραγμένα βιώματα ενός «ορφανού του Τσαουσέσκου» — με όλα όσα ναρκοθετούν την προσπάθειά του να αντιπαρατεθεί στον εαυτό του και να αντιμετωπίσει τις εμμονές και τις βεβαιότητές του.
O Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και από το 2013 είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Έχει δημοσιεύσει πεζά σε ελληνικά και αγγλόγλωσσα λογοτεχνικά περιοδικά, κριτικά σημειώματα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί στους συλλογικούς τόμους «Είμαστε όλοι μετανάστες» (Πατάκης, 2007) και «11 λέξεις» (Καλέντης, 2013). Ο «Καρυότυπος» είναι το πρώτο του βιβλίο.
«Ο Παπαντώνης μάλλον δεν προειδοποιεί, απλώς (απλώς!) καταγράφει μια φρίκη που ακόμη δεν έχει άλλο, καινούργιο όνομα πέρα από κείνο το παλιό: αλλοτρίωση, πάει να πει αποξένωση, Entfremdung, Alienation. Ίσον αδυναμία ανοίγματος στο αίνιγμα του άλλου, συνεπώς αδυναμία να ξέρεις ποιος είσαι εσύ ο ίδιος, καθότι πάντα μέσα από τον άλλον αναγνωρίζεις ποιος όντως είσαι». (Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης για τον Καρυότυπο)
Ο Άκης Παπαντώνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι Καθηγητής Επιγενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν. Έχει εκδώσει τη νουβέλα "Καρυότυπος" (Κίχλη 2014), για την οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του ηλεκτρονικού περιοδικού Αναγνώστης, το μυθιστόρημα "Ρηχό νερό, σκιές" (Κίχλη 2019) και την ποιητική συλλογή "bildungsroman" (Κίχλη 2021). Έχει επίσης μεταφράσει στα ελληνικά τα πεζά του Μιροσλάβ Πένκοφ (από τις εκδ. Αντίποδες) και μία ανθολογία ποιημάτων του Ρέυμοντ Κάρβερ (από τις εκδ. Κίχλη).
Κεντρικός ήρωας, ένας μοριακός βιολόγος, ο οποίος μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη στα πλαίσια ενός ερευνητικού προγράμματος. Ένας ιδιαίτερος ήρωας που μάλλον θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις αντιήρωα ή ακόμα και κατά μια έννοια αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα.
«Δε γνωρίζω που καταχώνιαζα τόσα χρόνια τους αόριστους, τους παρατατικούς και τους υπερσυντέλικους-τους ενεστώτες; Έχω γίνει πλέον, όπως όλοι οι ήρωες, μια τελεία στο τέλος μια άτσαλης αφήγησης. (Παύση. Ακούγεται να πίνει κάτι). Πόσο χρόνο περνάμε πενθώντας, πόσο συγκατοικώντας με την απώλεια των σχέσεων, σπιτιών, αντικειμένων, φίλων, εαυτών; Ζούμε χάνοντας, μοιραζόμαστε το κρεβάτι μας με ότι μας διαφεύγει, έτσι αρχίζει η υπνοβασία, με μουσικό χαλί (ακούγεται ν’ απομακρύνεται) ένα ολοήμερο τίποτα». Ο Παπαντώνης με μια γραφή μελαγχολική, ιδιαίτερη και βαθιά ανθρώπινη, θα καταφέρει να κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί με τον ήρωα κάτι που φάνταζε ακατόρθωτο στην αρχή της ανάγνωσης. Και πώς να μην ταυτιστείς εδώ που τα λέμε. Τουλάχιστον εγώ ναι ταυτίστηκα γιατί νιώθω όπως εκείνον τα τελευταία χρόνια. Παρατηρώ τη ζωή, αναγνωρίζω τις αρετές της όμως την ίδια ώρα ξεχνάω να τη ζω όπως και εκείνος.
«Kι η νέα μου ζωή στράτα στρατούλα. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι, στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι, στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Στις δέκα καφέ, στη μία μεσημεριανό, στις τρεις τσάι. Όλα με το ρολόι, και το ποτό και το φαγητό κι οι καύλες και το ξύπνημα κι η βροχή και ο ήλιος – σπονδή η τόση μεθοδικότητα σε όσα ελπίζεις να καταφέρεις.» Προσωπικά αδιέξοδα, άγχη φοβίες σ’ ένα μοναδικό παραλήρημα προσπαθεί να έρθει αντιμέτωπος με τις αγωνίες, τις εμμονές και τα’ αναπάντητα ερωτηματικά που βασανίζουν την ψυχή του. «Δεν πρέπει να συνταγογραφούμε τη μοναξιά στον οποιονδήποτε». Μια αναμέτρηση μνήμης ενός βαθιά μοναχικού ανθρώπου κλεισμένου στο δικό του μικρόκοσμο που πασχίζει ν’ απαξιώσει την ζωή και είναι ανίκανος να γευτεί οποιαδήποτε διαπροσωπική επαφή ή συνθήκη στοργής και τρυφερότητας.
«Ο χρόνος κυλάει όταν αφηγείσαι στον εαυτό σου ιστορίες που δεν θα συμβούν ποτέ. Μνήμη είναι ό,τι θυμάσαι πως έζησες, άρα ό,τι παραμένει καρφωμένο στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου, αυτό μου υπενθυμίζουν τα ποντίκια στα κλουβιά τους, με τα κουτσουρεμένα γονίδια, τις διαταραγμένες ορμόνες, τα λειψά τελομερή – τα ποντίκια του Τσαουσέσκου. Μνήμη είναι μια ζεστή υγρασία που ξεκινά από τα νευρωνικά κέντρα του εγκεφάλου σου και αναβλύζει από τα μάτια και τα δάχτυλά σου και σου στολίζει το στήθος και τα κοιλιά. Μνήμη είναι οι εικόνες ενός παραχαραγμένου παρελθόντος, κι όμως εσύ γελάς με το κεφάλι ριγμένο πίσω, γελάς ένα γέλιο σκοτεινό, εξαγνιστικό. Βλέπεις, καθώς τα χρόνια περνούν, η μνήμη της στοργής δεν απειλείται από τη λήθη, απειλείται από τις ιστορίες που επινόησες, αυτές στις οποίες πιστεύεις πιο βαθιά από οτιδήποτε. Έτσι, δεν απομένει χώρος για όσα πραγματικά συνέβησαν, κι εγώ πάσχω από μνήμη. Από υπερβολική μνήμη – καταλαβαίνεις;»
«Πώς τραβιέται η κουρτίνα που χωρίζει τη ζωή μου σε Βορρά και Νότο; Πόσο κρατάει η ζεστασιά του τελευταίου ύπνου στο παιδικό σου δωμάτιο; Η παγωμάρα; Έχουν κτητικές οι μόνοι; Πώς γίνεται ένα πέσιμο από το ποδήλατο να μοιάζει ευχάριστη έκπληξη; Τα νύχια μου, τα μαλλιά μου που μεγαλώνουν και τα κόβω , πώς βρίσκουν το θάρρος να μεγαλώνουν ξανά; Και τα ποντίκια μου, που τους πετσοκόβω το DNA , τις μνήμες, πώς βρίσκουν το θάρρος να συνεχίζουν να ζουν»;
Πειστικό, εξαιρετικα δομημένο, εξαιρετική χρήση γλώσσας. Αξιολογότατη περίπτωση λογοτεχνίας που αξίζει να διαβαστεί. Με άγγιξε πολύ 4*
Τόσοι άνθρωποι στον ίδιο χώρο, ο καθένας μόνος με τον εαυτό του
Μπρεχτική αποστασιοποίηση που κρύβει λυρισμό, συναίσθημα και ερωτήματα που, με αφετηρία τη βιολογία και τέρμα τη φιλοσοφία, μένουν αναπάντητα (ή μάλλον, μας καλεί ο συγγραφέας να σκεφτούμε και να απαντήσουμε): -επιλέγουμε ή είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε μόνοι; -μπορούμε να ξεφύγουμε από τα πρώτα μας βιώματα; -η στοργή των γονιών είναι εγγενές ή επίκτητο χαρακτηριστικό;
Τρεις μέρες τα σκέφτομαι, και δεν έχω καταλήξει. Και δέκα χρόνια να τα σκέφτομαι, μάλλον θα πω πάλι το ίδιο.
Αν ο Μπρεχτ διάβαζε αυτό το βιβλίο, ίσως και να χαμογέλαγε (και ας μην έχει πολιτικές προεκτάσεις).
Αλλάζουν τα κριτήρια διαβάζοντας συνεχώς, αδιαλλείπτως. Παρακολουθώντας τάσεις, πιάνοντας μυρωδιές από εδώ κι από εκεί, πρέπει να χρησιμοποιείς διαφορετικές απολήξεις των λογοτεχνικών αισθητηρίων για να επιλέξεις και τέλος να αξιολογήσεις.
Ο Καρυότυπος σίγουρα δεν είναι ευχάριστος. Μυθοπλαστικά δεν ξεδιψάει τον απεγνωσμένο για μια εθιστική ιστορία αναγνώστη. Δεν το άρπαζα από πλάι μου για να δω τη συνέχεια. Δεν είχα ιδιαίτερη αγωνία για τα πάθη του ήρωα. Μα αυτό είναι και το ίδιο το βιβλίο: η μονότονη, θλιβερή ζωή ενός ανθρώπου που, τουλάχιστον στην φάση που τον πετυχαίνει ο αναγνώστης, αποφασίζει να ζήσει μια μοναστική ζωή, έχοντας μετακομίσει για τα χρέη της έρευνάς του σε μια σφύζουσα γραφικότητας πόλη της Αγγλίας.
Αυτό είναι το βιβλίο, φορτωμένο από κάτι απροσδιόριστο που κινεί τον ήρωα, που την καθημερινότητα περιφέρεται άρχωμος ανάμεσα στα πλήθη και στο σπίτι φυτοζωεί, παρέα με σκόρπιες αναμνήσεις ενός πρώτερου βίου. Είναι αυτό αρκετό; Ίσως - ίσως κι όχι. Γιατί ο Παπαντώνης γράφει με όραμα, ρυθμό και αρμονία δίνοντας ένα βιβλίο που φαίνεται να ικανοποιεί τις ασύνειδες επιθυμίες του. Είναι συμπαγές, στοχευμένο και διαβάζεται πάρα πολύ εύκολα.
Είναι αυτή η λογοτεχνία που αφήνει μυρωδιές, εικόνες και παράξενες δονήσεις στο μυαλό του αναγνώστη. Και είναι η λογοτεχνία με ταυτότητα, που δίνει αξία στην ακμάζουσα σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Ακολουθεί εντελώς υποκειμενική κριτική (υπάρχει άλλωστε αντικειμενική;): Ο "Καρυότυπος" διαβάστηκε την κατάλληλη στιγμή στον κατάλληλο τόπο και μου απέδειξε ότι δεν έχω χάσει την ικανότητα "εμβύθισης" σε ένα βιβλίο. Ακόμα και σημεία που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μου έλεγαν πολλά, άγγιξαν κάποια ευαίσθητη "χορδή" μου. Σε άλλα σημεία, ήταν σαν να μιλούσα εγώ, έβλεπα εμένα πίσω από τις προτάσεις.
"Πόσο χρόνο περνάμε πενθώντας, πόσο συγκατοικώντας με την απώλεια σχέσεων, σπιτιών, αντικειμένων, φίλων, εαυτών;"
Τούτη τη νουβέλα δεν θα την διαβάσει κανείς για να περάσει καλά. Πρόκειται για την ιστορία ενός νέου μοριακού βιολόγου, που μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη για ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Εκεί θα ζήσει κάποια μοναχικά, μονότονα και μάλλον θλιβερά χρόνια, όχι τόσο λόγω περιβάλλοντος και κλίματος, όσο λόγω δικής του επιλογής. Η ατμόσφαιρα της ιστορίας είναι εξαιρετικά μελαγχολική και γκρίζα, ο βίος του πρωταγωνιστή αφόρητα μοναχικός. Ο συγγραφέας κατάφερε να περάσει το όλο αίσθημα του κενού και της αποστασιοποίησης που διακατέχει τον πρωταγωνιστή τη χρονική στιγμή που τον γνωρίζουμε, όμως δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα κάτι γι'αυτόν, πέρα από οίκτο και ίσως έναν εκνευρισμό για τη στάση του. Επίσης η απλή και ίσως προσχηματική πλοκή δεν με κράτησε δέσμιό της, μιας και τις τρεις ή τις τέσσερις φορές που άφησα το βιβλίο για να κάνω κάτι άλλο, μετά δεν ανυπομονούσα να το ξαναπιάσω. Όμως οφείλω να παραδεχτώ ότι κάτι στη γραφή με άγγιξε. Καλή, στρωτή γραφή, με ένα κάποιο στιλ και με ωραία χρήση των ελληνικών. Θα έβαζα τριάμισι αστεράκια, αλλά μιας και δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, θα του βάλω τρία, ώστε να μην αδικήσω άλλα βιβλία που μου άρεσαν περισσότερο. Όμως, χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για ένα ιδιαίτερο κείμενο που αξίζει να διαβαστεί. Σίγουρα στο μέλλον θα διαβάσω και το άλλο βιβλίο του συγγραφέα ("Ρηχό νερό, σκιές").
«Ο χρόνος κυλάει όταν αφηγείσαι στον εαυτό σου ιστορίες που δεν θα συμβούν ποτέ. Μνήμη είναι ό,τι θυμάσαι πως έζησες, άρα ό,τι παραμένει στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου [...] Μνήμη είναι μια ζεστή υγρασία που ξεκινά από τα νευρωνικά κέντρα του εγκεφάλου σου και αναβλύζει από τα μάτια και τα δάχτυλά σου και σου στολίζει το στήθος και την κοιλιά. Μνήμη είναι οι εικόνες ενός παραχαραγμένου παρελθόντος, κι όμως εσύ γελάς με το κεφάλι ριγμένο πίσω, γελάς ένα γέλιο σκοτεινό, εξαγνιστικό. Βλέπεις, καθώς τα χρόνια περνούν, η μνήμη της στοργής δεν απειλείται από τη λήθη, απειλείται από τις ιστορίες που επινόησες, από τις ιστορίες που πιστεύεις πιο βαθειά από οτιδήποτε.»
Και μόνο γι' αυτές τις φράσεις, θα άξιζε που το διάβασα. Μα είναι καλό, κινηματογραφικό, με στρωτή γλώσσα. 4,5/5 αστεράκια.
Ο Ν. μετακομίζει απο την Αθήνα στο Λονδίνο για να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα και εκεί τα αφήνει όλα πίσω του. Τη ζωή του, την οικογένεια του αλλά γι' αυτόν είναι σαν να μην αφήνει τίποτα πίσω. Ένα βιβλίο μουντό και μελαγχολικό, με τον πρωταγωνιστή να παρατηρεί τους ανθρώπους και τα γεγονότα γύρω του, χωρίς να συμμετέχει και χωρίς να νοιάζεται. Η αγάπη και η τρυφερότητα λείπουν από εκείνον και η μοναξιά κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο. Δεν είναι ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά σίγουρα αξίζει να διαβαστεί.
Δεν μπορώ να πω ότι με κέρδισε το θέμα της νουβέλας του Άκη Παπαντώνη, ούτε ότι ένιωσα κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα για τον μοναχικό ήρωα της, όμως οφείλω να αναγνωρίσω τις αρετές της τουλάχιστον στο ύφος, τη λεπτομέρεια και τον ρυθμό.
Τι να πω, ίσως να φταίει ο τόπος και ο χρόνος που διάβασα το βιβλίο· δεν με άγγιξε σχεδόν καθόλου. Ωστόσο, ο Παπαντώνης έχει άποψη και πρωτότυπο στυλ γραφής, ενώ ο πρωταγωνιστής του ξεφεύγει από το «ελληνικό» καλούπι.
Αν και not my kind of thing (που λένε και οι Εγγλέζοι), λοιπόν, θεωρώ πως ο «Καρυότυπος» είναι ένα ελπιδοφόρο δείγμα δουλειάς πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Θα περιμένω να διαβάσω το επόμενο πόνημά του
Σαν ταινια με γρηγορο μονταζ..διαβαστηκε σε μια μερα..αν ηταν ταινια δεν θα εκλαιγα...ομως οι λεξεις στο χαρτι μου προκαλουν δακρυα..ομως τι προκαλει τη συγκινηση ; τι ειναι μοναξια ; τι ειναι να μεγαλωνεις και θες να φυγεις απο τη φωλια και να πας αλλου ; τι ειναι να μεγαλωνεις και να μη μεγαλωνεις ποτε ; απο τι ειμαστε φτιαγμενοι ; μηπως εχουμε και θα εχουμε παντα αγωνια για το αν θα γινουμε ή ειμαστε τρυφεροι και στοργικοι σαν τους γονεις μας ; αγαπαμε ; ποναμε ; επιθυμουμε ; εδω θα μεταφερω ενα κομματι απο το βιβλιο που ακομη και τωρα μου προκαλει δακρυα και την ιδια αγωνια τον τελευταιο μηνα και μολις 3 μερες πριν απο τα 41α γενεθλια μου...οι αναμνησεις..."Ξερεις πόσες συναψεις πρεπει να λειτουργησουν για να φτιαχτει μια αναμνηση ;"..τα υπολοιπα στο βιβλιο...!
Κοιτώντας το κείμενο και τη φωτογραφία στο εσωτερικό του εξωφύλλου έχοντας μόλις ολοκληρώσει το εν λόγω υφολογικά υπέροχο μυθιστόρημα κατέληξα πως ο συγγραφέας του είναι ένας άκρως ενδιαφέρων τύπος και απίστευτα ταλαντούχος - και πάρα πολύ ωραίος - μα πως αν τον συναντούσα δεν θα τολμούσα, από φόβο πως το κείμενο είναι αυτοβιογραφικό, να του σφίξω το χέρι.
Η νουβέλα του Παπαντώνη, Καρυότυπος, έχει κυρίως τρεις θεαματικούς άξονες:
1. Σχέση μητέρας/οικογένειας και παιδιού, τι συνδέει και τι χωρίζει τον ήρωα με την οικογένειά του
2. Την επιστημονική μετανάστευση
3. Την επίδραση των γονιδιων στη συμπεριφορά μας.
Ο ήρωας προέρχεται απο τα ορφανατροφεία του Τσαουσέσκου, γέννημα του διατάγματος 770, με το οποίο ο Τσαουσέσκου απαγόρευε τις αμβλώσεις και την αντισύλληψη με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να καταλήγουν στις απαράδεκτες δομές ορφανατροφείων της κομμουνιστικής Ρουμανίας. Μεγάλωσε σε μια ελληνική οικογένεια, δεν έχει όμως καταφέρει να ξεπεράσει το τραυμα.
Ο συγγραφέας μάς λέει (Fractal, Εργαστήρι του συγγραφεα) πως η νουβέλα προέκυψε από "μπιλιέτα" σημειώσεων που κρατούσε κατά καιρούς. Εντός του κειμένου διακρίνονται βέβαια κι άλλες συμπαραδηλώσεις με την αναφορά του διατάγματος, οι οποίες αφορούν, κατ'επέκταση, το φύλο και την αναπαραγωγή ως γονιδιακό πεπρωμένο. Ο ήρωας αντιλαμβάνεται τη σεξουαλικότητά του ως "φορτιο" (κάτι που φαίνεται και στη σκηνή του αυνανισμού ή όταν βλέπει την αγγελία μιας φλογερής γυναίκας και αναγκάζεται να ψηλαφίσει το φύλο του για να θυμηθεί τι είναι ο ιδιος)
Καλά ως εδώ. Το πρόβλημα ξεκινά όταν ο Παπαντώνης επιχειρεί ακροβασίες βιολογικού ντετερμινισμού και νιώθει την ανάγκη να μας δώσει έμμεσες -και ανεπαρκεις- εξηγήσεις για την κληρονομικοτητα και το αν τα γονίδια καθοριζουν τελικά αυτό που ειμαστε. Τόσο η κατάληξη, όσο και το γενικότερο κλίμα της νουβέλας, καταδεικνυουν πως θέλει να πιστέψουμε οτι τα γονίδια είναι ο τελικός παραγοντας που καθορίζει την ύπαρξή μας, κάτι που φυσικά δεν ισχύει επιστημονικά αφού τα γονίδια εκφράζονται και επηρεάζονται περιβαλλοντολογικα, είναι δηλαδή ένας συνδυασμός επικτητων και εμφυτων ιδιοτητων. Αυτή η γονιδιακή μοιρολατρεία πως είμαστε υπεξούσιοι της βιολογίας απαντάται και σε άλλα κείμενα του Παπαντωνη, μάλιστα αρκετά πρόσφατα, όταν μετείχε σε μια στήλη του Bookpress για το φύλο. Εκεί ο συγγραφεας μάς γράφει πως το κεντρικό πρόσωπο, που φαίνεται να είναι κουίρ, ήταν πάντα "ανυπάκουη " στον καρυότυπό της.
Να εξηγήσω γιατί αυτό ειναι βαθιά προβληματικο έως φοβικο και παράλληλα επιστημονικά ανεπαρκές; Προφανώς δεν ήταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα, αλλά το να γράφει πως ένα κουιρ άτομο είναι "ανυπάκουο" στον καρυότυπό του είναι καταρχάς επιστημονικά ανακριβες. Οι χρωμοσωματικες διαφοροποιησεις που αφορούν το φύλο ειναι πολυ πιο συχνές από όσο πίστευαν παλαιότερα και, επιπλέον, η οποιαδήποτε έκφανση του φύλου ή της σεξουαλικότητας έχει τις αντίστοιχες βιολογικές εξηγήσεις της, σε συνδυασμό πάντα με την επίδραση του περιβάλλοντος, όπως ΚΑΘΕ άλλο γονιδιακό αποτύπωμα που μεταφέρουμε ως όντα.
Άρα η φόρτωση των κειμένων του Παπαντωνη με αυτούς τους προβληματισμούς, που φυσικά δεν δύνανται να αποσαφηνιστούν μέσα από λογοτεχνικά κείμενα, αντιθέτως θα μπερδέψουν το μη εξοικειωμένο αναγνώστη, είναι μάλλον περιττή και δρα αρνητικά στο σύνολο της νουβέλας.
Επιπλέον, η τραγικότητα του ήρωα μεταφέρεται αρκετά υποτονικα, παρόλο που ο Παπαντωνης καταφεύγει σε μελοδραματισμους στα χωρία που ο ήρωας καταγραφει τις σκέψεις του στο μαγνητοφωνο. Στη σελίδα 44 ειδικά ξεκινά ένας ανώφελα λυγμώδης μονόλογος αποφευγματικων φράσεων που προσπαθει να τραγικοποιησει την καθημερινότητα ανεπιτυχώς, αφού οι ζοφερότερες αναμνήσεις που μας αναφέρει ο συγγραφέας είναι όταν ο πατέρας του ήρωα του έκανε παρατηρήσεις επειδή δεν έγραψε καλά στο διαγώνισμα των μαθηματικών. Δεν δίνεται στον αναγνώστη, που δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για τις ιστορικές προεκτάσεις του θέματος, καμία αφορμή για να δει τον ήρωα ως κάτι περισσότερο από έναν λευκό cis ανδρα που παραπονιέται επειδή η μη βιολογική μαμα δεν του έμαθε πώς να μην κολλάνε τα μακαρόνια.
Η προζα είναι μεν συμπαγής, αλλά σ�� πολλά σημεία καταλήγει μονότονη ενώ σε όλο το κείμενο υπάρχουν διαρκώς παρενθέσεις που δεν εξυπηρετούν τιποτα, αφού οι παρενθετικές φρασεις θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι εκτός παρενθεσης [πχ "Την ημέρα που του το ανακοίνωσε κάποια (μακρινή) θεια", "Εδώ ίσως μπει ένα γραφείο (που δεν αγοράστηκε εξαιτίας της μόνιμης πια αίσθησης προσωρινοτητας") κ.ά]
Ένα ακόμα αρνητικό είναι το πόσο οικείο είναι το θέμα στον Παπαντωνη. Πέρα από την θεματική της υιοθεσίας και του Τσαουσέσκου, είναι σαν να βλέπουμε ένα alter ego του συγγραφέα εμφανισιακά και με βάση τις εμπειρίες (συναφής κλάδος, εμπειρία σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού κλπ) Η συγγραφική δεινότητα επιδεικνυεται εναργέστερα όταν ο συγγραφέας επιλέγει θέματα που δεν του είναι απαραιτήτως οικεία και οι χαρακτήρες δεν είναι ναρκισσιστικές προεκτάσεις του.
Για πρωτολειο είναι αξιοπρεπές, με λίγα λόγια, αλλά το μοτίβο του βιολογικού ντετερμινισμου που επανερχεται και σε άλλα κείμενα του συγγραφέα, περιορίζει τις δυνατότητες του κειμένου και, παρολη την δυστοπικη/κινηματογραφικη ατμόσφαιρα που υπαρχει, σου αφήνει μια αίσθηση προπαγανδιστικης επιστημονικής εκλαϊκευσης.
Τελος, η προσέγγιση του θέματος δεν έχει καμία πρωτοτυπία. Ο Παπαντώνης μοιάζει να μιμείται άνευρα ευρωπαϊκό κινηματογράφο, και, παρά τις πολλές προεκτάσεις του στο κείμενο, δεν καταφέρνει να προσδώσει κανένα προσωπικό ύφος αφήγησης ή κάποιο υποτυπώδες στίγμα πρωτότυπης συγγραφικής οπτικής, έτσι που η νουβέλα καταλήγει ένα σύνολο καλλιτεχνικής απομίμησης.
Η έκδοση της Κίχλης με την εμμονη στο πολυτονικό σύστημα κάνει το αποτέλεσμα ακόμα πιο πληκτικό και εντελώς, για να μιλήσω λαϊκά, δήθεν.
Ο Παπαντώνης στη νουβέλα Καρυότυπος παρουσιάζει την ζωή του Ν. , βιολόγου, που μετακομίζει στην Οξφόρδη για να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Πολλές σκέψεις τον βασανίζουν, σκέψεις που ζητούν απαντήσεις κι αυτές προκύπτουν μέσω των πειραμάτων του. Η μοναξιά είναι το θέμα που απασχολεί τον ήρωα. Δυνατά αφηγηματική σημεία. Εξαιρετική χρήση της γλώσσας. Δεν ξέρω αν μπορεί να ταυτιστεί κάποιος με τον ήρωα, σίγουρα όμως θα γίνει μέτοχος των προβληματισμών του.
"Μνήμη είναι οι εικόνες ενός παραχαραγμένου παρελθόντος, κι όμως εσύ γελάς με το κεφάλι ριγμένο πίσω, γελάς ένα γέλιο σκοτεινό, εξαγνιστικό. Βλέπεις, καθώς τα χρόνια περνούν, η μνήμη της στοργής δεν απειλείται από τη λήθη, απειλείται από τις ιστορίες που επινόησες, αυτές στις οποίες πιστεύεις πιο βαθιά από οτιδήποτε. Έτσι, δεν απομένει χώρος για όσα πραγματικά συνέβησαν, κι εγώ πάσχω από μνήμη. Από υπερβολική μνήμη – καταλαβαίνεις;»
Διάβασα τον Καρυότυπο καθ' οδόν προς την Κολωνία για να συναντήσω τον συγγραφέα που τυχαίνει φίλος και συνάδελφος με την άλλη του ιδιότητα, αυτή του ερευνητή μοριακού βιολόγου. Θα προσπαθήσω -στο βαθμό που είναι δυνατόν- να είμαι αντικειμένικος. Η γραφή του ΑΠ είναι απρόσμενα οικεία, ίσως εξ' αντανακλάσεως λόγω επικαλυπτόμενων επιροών. Εμμονική στο αγαπημένο θέμα της μνήμης (είναι μήπως ελληνικό γνώρισμα;), εξαιρετική όταν ο ΑΠ μοιάζει να αφήνεται (;) σε ένα stream of consciousness. Αλλά η νουβέλα δεν αστοχεί ούτε στα υπόλοιπα. Η πλοκή είναι συνεκτική (αν και συχνά μάλλον προσχηματική, πράγμα που έχω μάθει να εκτιμώ περισσότερο παρά να αποδοκιμάζω) και πολυ-επίπεδη (όσο κλισέ κι αν ακούγεται). Η πρώτη ανάγνωση μ' έβαλε σε σκέψεις για την στοργικότητα, μ' έστειλε να αναζητήσω πληροφορίες για τα ορφανά του Τσαουσέσκου, ν' αναρωτηθώ για την ματαιότητα των GWAS και να θυμηθώ την κουζίνα της γιαγιάς μου στο Αιγάλεω. (το χαρτί του Καρυότυπου μυρίζει σαν το μικρό υπόγειο διαμέρισμά της :)
"Μνήμη είναι μια ζεστή υγρασία που ξεκινά από τα νευρωνικά κέντρα του εγκεφάλου σου και αναβλύζει από τα μάτια και τα δάχτυλά σου και σου στολίζει το στήθος και την κοιλιά. Μνήμη είναι οι εικόνες ενός παραχαραγμένου παρελθόντος, κι όμως εσύ γελάς με το κεφάλι ριγμένο πίσω, γελάς ένα γέλιο σκοτεινό, εξαγνιστικό. Βλέπεις, καθώς τα χρόνια περνούν, η μνήμη της στοργής δεν απειλείται από τη λήθη, απειλείται από τις ιστορίες που επινόησες, αυτές στις οποίες πιστεύεις πιο βαθιά από οτιδήποτε. Έτσι, δεν απομένει χώρος για όσα πραγματικά συνέβησαν, κι εγώ πάσχω από μνήμη. Από υπερβολική μνήμη -καταλαβαίνεις;"
Περίεργο. Με τον ήρωα ακολουθούμε το ιδιο επάγγελμα στον ακριβώς ίδιο τομέα, νευροεπιστήμες. Ενδιαφέρον βρήκα το γεγονός πως δίαβασα μια νουβέλα όπου κυρίαρχο συναίσθημα ειναι η ζωή ενός ερευνητή καθώς βρήκα πολλά κοινά σημεία με τη δική μου (και οχι μόνο) καθημερινότητα. Πειράματα, δημοσιεύσεις, ποντίκια. Ομως. Και είναι μεγάλο και σαφές αυτό το όμως. Μου φάνηκε πως διάβαζα ένα προσωπικό ημερολόγιο, υπερβολικό και ώρες ώρες ανιαρό. Γυροφέρνει αυτό που θέλει να πει χωρίς ποτέ να λέει. Παλεύει με τις λέξεις προσπαθώντας να τονίσει τη μοναξιά του. Δε χρειάζεται. Φαντάζει στο τέλος ξένο. Σκιαγραφεί έναν ήρωα εξωπραγματικό. Κάπως μονότονη νουβέλα, λείπει ίσως μια κορύφωση, μια λύτρωση.
Αρκετά απογοητευμένη από πλευράς περιεχομένου και λυπάμαι πολύ για αυτό. Έχω διαβάσει και ακούσει τα καλύτερα,αλλά η ανάγνωσή του μόνο μελαγχολία και ώρες-ώρες μια μεγάλη απορία μου προκάλεσε. Από την άλλη είναι ένα πολύ ωραίο δομημένο κείμενο,με πολύ ωραίο λόγο και εξαιρετική χρήση των ελληνικών.
Παρότι γράφτηκε 7 χρόνια πριν, μου φάνηκε πολύ δροσερό και σύγχρονο. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ενός "περίεργου" ανθρώπου εξαιρετικά γραμμένη. Το ύφος και ο λόγος του συγγραφέα μου άρεσαν πολύ. Η χρήση του πολυτονικού, θα μπορούσε να λείπει.
Καταγραφή, σχεδόν ημερολογιακή, της καθημερινότητας του Ν., ενός 30χρονου μοριακού βιολόγου που μόλις αναχώρησε από την Ελλάδα για να συμμετάσχει σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα στην Οξφόρδη. Ημέρες πεζές, μουντές, ομοιόμορφες, η καθημερινότητα ενός ανθρώπου μόνου και μοναχικού, εμφανώς καταθλιπτικού, με σαφή την απουσία ανθρώπινης επαφής, στοργικότητας, αγάπης από τη ζωή του. Κι όμως, μέρα με τη μέρα, μέσα από τις μοναχικές βόλτες με το ποδήλατό του δίπλα στο ποτάμι, τα πειράματα στο εργαστήριό του, τα βράδια στο κλειστοφοβικό ημιυπόγειο όπου μένει, διαφαίνεται ολοκάθαρα η στοχοθεσία του, το ερώτημα που δία βίου τον ταλανίζει, τόσο επιστημονικά όσο και ενδοσκοπικά: η στοργή, η δυνατότητα ανθρώπινης επικοινωνίας, η αγάπη, είναι εγγενή ή επίκτητα χαρακτηριστικά; Η μοναξιά κληρονομείται ή αποκτάται; Και, το κυριότερο, δύναται κανείς να ξεφύγει από το γενετικό/οικογενειακό (ταυτόσημες, για τον ήρωα, έννοιες) πεπρωμένο του;
Σε πρόζα κλειστοφοβικά (και υπαρξιακά) επαναληπτική, υπόκωφης αφηγηματικής δύναμης, και με ένα αριστοτεχνικά και ενδελεχώς σχεδιασμένο οικοδόμημα πλοκής, ο Παπαντώνης γράφει μια χαμηλόφωνη, μελαγχολική ελεγεία για τη μνήμη, την προέλευση και την καταγωγή, βιολογική και επίκτητη, για τη μοναξιά ως εγγενή ανθρώπινη κατάσταση, και για την (απέλπιδα) προσπάθεια να ξεφύγεις από τη, νομοτελειακή, υπαρξιακή απελπισία. Με έναν ήρωα τόσο σπαρακτικά μόνο και τόσο εναργώς σκιαγραφημένο, που σου μένει στο μυαλό πολύ μετά τον ύστατο αποχωρισμό σου από αυτόν, με έναν ιδιοφυή σχεδιασμό πλοκής και με ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τις σελίδες του Μπρεχτ και του Μπέκετ, ο Παπαντώνης γράφει ένα μικρό σε έκταση, αλλά εντυπωσιακό στο επίπεδο λογοτεχνικότητας, διαμάντι, που χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη σου.
Για άλλη μια φορά, ό,τι αρέσει στον πολύ κόσμο, δεν μου αρέσει. Το ξεκίνημα της νουβέλας ήταν ελπιδοφόρο, τα συστατικά για μια ενδιαφέρουσα συνέχεια ήταν εκεί: Ο μοναχικός πρωταγωνιστής, εγκαταλελειμμένος σε μια σύγχρονη απάνθρωπη μητρόπολη, κυνηγάει την επιτυχία στον κλάδο του, με αντάλλαγμα τα πάντα. Άλλος ένας επιστήμονας-μετανάστης εκτός Ελλάδος - ποια θα είναι η τύχη του; Στην πορεία προστέθηκαν κι άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία: Ο Νίκος τελικά είναι Νικολάε, ένα από τα ορφανά του Τσαουσέσκου. Καθόλου τυχαίο συνεπώς το ενδιαφέρον του για το γονίδιο της μητρικής στοργικότητας - κάποια ανακάλυψη μας περιμένει! Στην πορεία όμως κουράστηκα, τελικά βαρέθηκα. Οι ατέλειωτες βαρετές διαδρομές προς το εργαστήριο και πίσω, η προβλέψιμη αρνητική έκβαση όλων των γεγονότων, μια καθημερινότητα όπου δε συμβαίνει τίποτα, όλα αυτά με απογοήτευσαν. Όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει ρουτίνα, μοναξιά, ξενιτιά, αποξένωση. Είτε τα έχουμε βιώσει, είτε τα έχουμε διαβάσει, είτε τα έχουμε ακούσει. Δεν αρκεί αυτό σαν σημείο αναφοράς. Η δραματοποίηση μέσω του θανάτου, που τελικά επέρχεται, δεν λειτουργεί. Ούτε και το αντίθετο, ο θάνατος άνευ σημασίας του αντι-ήρωα, μπορεί να σταθεί έτσι. Γιατί δεν υπάρχει καμία ανατροπή, καμία εσωτερική πάλη που να κεντρίζει το ενδιαφέρον, καμία διαφυγή από την κανονικότητα. Αντιθέτως η γραφή σέρνεται, σα να θέλει κανείς να γεμίσει σελίδες, αραδιάζοντας κενές εντυπώσεις. Τι το καινούριο θέλει άραγε να μας πει αυτό το έργο; Ομολογώ πως δεν το κατάλαβα. Το αποτέλεσμα των πειραμάτων - όχι του πρωταγωνιστή - ότι η παραμονή στο ορφανοτροφείο αφαιρεί χρόνια από τη ζωή ενός ανθρώπου δεν είναι δα και η πιο σοκαριστική αποκάλυψη. Από τα λίγα θετικά του βιβλίου κατά τη γνώμη μου είναι κάποια δυναμικά ξεσπάσματα γραφής, κυρίως στο πρώτο ήμισυ. Κατά τα άλλα, πιστεύω πως δεν θέλει ιδιαίτερη έμπνευση για να γράψεις μια τέτοια νουβέλα.