πόδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόδι τα πόδια
      γενική του ποδιού των ποδιών
    αιτιατική το πόδι τα πόδια
     κλητική πόδι πόδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άσκηση των ποδιών
ανθρώπινα πόδια
σκύλος που στέκεται στα πισινά του πόδια
τραπεζάκι με τέσσερα πόδια
τα τρία πόδια της Χαλκιδικής από δορυφόρο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

πόδι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόδιον, υποκοριστικό του πούς [1] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpo.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐δι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόδι ουδέτερο

  1. (ανατομία) άκρο του σώματος ανθρώπων ή ζώων που χρησιμεύει στη στήριξη και στο βάδισμα
  2. (ανθρώπινο σώμα) το τμήμα του ανθρώπινου σώματος κάτω από τον αστράγαλο
  3. (έπιπλα, αντικείμενα) τμήμα επίπλου ή αντικειμένου που προεξέχει και πάνω στο οποίο αυτό στηρίζεται
  4. (γεωγραφία) επιμήκης χερσόνησος
  5. (μονάδα μέτρησης) μονάδα μήκους που υποδιαιρείται σε 12 ίντσες και ισούται με 0,30479 μέτρα
  6. (σπάνιο, μετρική) ο πόδας, ομάδα συλλαβών σε έναν στίχο που ακολουθούν ένα ποιητικό μέτρο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • είμαι με το ένα πόδι στον τάφο : είμαι ετοιμοθάνατος
    Είναι με το ένα πόδι στον τάφο, κι όμως δε σταματάει να δουλεύει!
  • είμαι στο πόδι : στέκομαι όρθιος
    Κάτσε να σε δούμε και λίγο, όλο στο πόδι είσαι!
  • με τα πόδια : περπατώντας
    Πήγε στον σταθμό με τα πόδια
  • (μένω) στο πόδι : μένω όρθιος επειδή δεν έχω χρόνο (επειδή με χρειάζονται κάθε τόσο)
    Ολόκληρη τη βραδιά την πέρασε στο πόδι.
  • μου κόπηκαν τα πόδια : τρόμαξα πολύ → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
    Μόλις τον είδε, του κόπηκαν τα πόδια.
  • (μπερδεύομαι) στα πόδια (κάποιου) : είμαι διαρκώς κοντά σε κάποιον
    Πήγαινε να παίξεις αντί να είσαι διαρκώς στα πόδια μου!
  • Παίρνω πόδι : με διώχνουν από ένα μέρος
    Άντε πάλι, ο γιος του πήρε πόδι κι από την καινούργια του δουλειά!
  • (πατάω/περπατάω) στις μύτες των ποδιών μου (ή στα νύχια μου) : περπατώ προσπαθώντας να κάνω όσο το δυνατό λιγότερο θόρυβο
    Μπήκε στο δωμάτιό τους στις μύτες των ποδιών του για να μην τους ξυπνήσει.
  • πατώ πόδι : επιμένω
    Πάτα πόδι, μην τον αφήνεις να κάνει ό,τι θέλει!
  • πέφτω στα πόδια κάποιου : τον παρακαλώ, τον ικετεύω
    Έπεσε στα πόδια του και τον παρακάλεσε να βρει μια θέση στον γιο του.
  • σέρνω τα πόδια μου : περπατώ αργά επειδή είμαι πολύ κουρασμένος
    Έσερνε τα πόδια του, ήταν ψόφιος απ'την κούραση!
  • το βάζω στα πόδια : φεύγω τρέχοντας επειδή φοβάμαι
    Μόλις τον είδε, το έβαλε στα πόδια.
  • του έχει βάλει τα δυο πόδια σ'ένα παπούτσι : τον διευθύνει, έχει απόλυτη εξουσία πάνω του
    Η γυναίκα του τούχει βάλει τα δυο πόδια σ'ένα παπούτσι!
  • το έκανε στο πόδι Δουλειές του ποδαριού : προχειροδουλειές
  • παρά πόδας: δίπλα, ένδειξη ετοιμότητας

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ποδ- 

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]