πόδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πόδι | τα | πόδια |
γενική | του | ποδιού | των | ποδιών |
αιτιατική | το | πόδι | τα | πόδια |
κλητική | πόδι | πόδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πόδι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόδιον, υποκοριστικό του πούς [1] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpo.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐δι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόδι ουδέτερο
- (ανατομία) άκρο του σώματος ανθρώπων ή ζώων που χρησιμεύει στη στήριξη και στο βάδισμα
- (ανθρώπινο σώμα) το τμήμα του ανθρώπινου σώματος κάτω από τον αστράγαλο
- (έπιπλα, αντικείμενα) τμήμα επίπλου ή αντικειμένου που προεξέχει και πάνω στο οποίο αυτό στηρίζεται
- (γεωγραφία) επιμήκης χερσόνησος
- (μονάδα μέτρησης) μονάδα μήκους που υποδιαιρείται σε 12 ίντσες και ισούται με 0,30479 μέτρα
- (σπάνιο, μετρική) ο πόδας, ομάδα συλλαβών σε έναν στίχο που ακολουθούν ένα ποιητικό μέτρο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- είμαι με το ένα πόδι στον τάφο : είμαι ετοιμοθάνατος
- Είναι με το ένα πόδι στον τάφο, κι όμως δε σταματάει να δουλεύει!
- είμαι στο πόδι : στέκομαι όρθιος
- Κάτσε να σε δούμε και λίγο, όλο στο πόδι είσαι!
- με τα πόδια : περπατώντας
- Πήγε στον σταθμό με τα πόδια
- (μένω) στο πόδι : μένω όρθιος επειδή δεν έχω χρόνο (επειδή με χρειάζονται κάθε τόσο)
- Ολόκληρη τη βραδιά την πέρασε στο πόδι.
- μου κόπηκαν τα πόδια : τρόμαξα πολύ → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- Μόλις τον είδε, του κόπηκαν τα πόδια.
- (μπερδεύομαι) στα πόδια (κάποιου) : είμαι διαρκώς κοντά σε κάποιον
- Πήγαινε να παίξεις αντί να είσαι διαρκώς στα πόδια μου!
- Παίρνω πόδι : με διώχνουν από ένα μέρος
- Άντε πάλι, ο γιος του πήρε πόδι κι από την καινούργια του δουλειά!
- (πατάω/περπατάω) στις μύτες των ποδιών μου (ή στα νύχια μου) : περπατώ προσπαθώντας να κάνω όσο το δυνατό λιγότερο θόρυβο
- Μπήκε στο δωμάτιό τους στις μύτες των ποδιών του για να μην τους ξυπνήσει.
- πατώ πόδι : επιμένω
- Πάτα πόδι, μην τον αφήνεις να κάνει ό,τι θέλει!
- πέφτω στα πόδια κάποιου : τον παρακαλώ, τον ικετεύω
- Έπεσε στα πόδια του και τον παρακάλεσε να βρει μια θέση στον γιο του.
- σέρνω τα πόδια μου : περπατώ αργά επειδή είμαι πολύ κουρασμένος
- Έσερνε τα πόδια του, ήταν ψόφιος απ'την κούραση!
- το βάζω στα πόδια : φεύγω τρέχοντας επειδή φοβάμαι
- Μόλις τον είδε, το έβαλε στα πόδια.
- του έχει βάλει τα δυο πόδια σ'ένα παπούτσι : τον διευθύνει, έχει απόλυτη εξουσία πάνω του
- Η γυναίκα του τούχει βάλει τα δυο πόδια σ'ένα παπούτσι!
- το έκανε στο πόδι Δουλειές του ποδαριού : προχειροδουλειές
- παρά πόδας: δίπλα, ένδειξη ετοιμότητας
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ποδ-
ποδ-
- -πόδαρος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πόδαρος στο Βικιλεξικό
- ποδο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδο- στο Βικιλεξικό
- -ποδος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ποδος στο Βικιλεξικό
- ακροποδητί
- αλετρόποδα, αλετροπόδι
- ανάποδος & συγγενικά
- ανδράποδο & συγγενικά
- αντίποδας
- Αρθρόποδα
- βλαισοποδία
- βρομοποδαράς
- βρομοπόδαρο
- Γαστερόποδα
- γοργοπόδαρος
- δεκάποδος
- διπλοπόδι
- διποδία
- διποδισμός
- δίποδος
- εκποδών
- εμποδίζω & συγγενικά
- εξανδραποδίζω & συγγενικά
- καλαμοπόδαρος
- καλαπόδι
- καρεκλοπόδαρο
- καταπόδας, καταπόδα, καταπόδι
- κατσικοπόδαρος
- κατσιποδιά
- Κεφαλόποδα
- κοντοπόδαρος
- λαγοπόδαρο
- νυχοπόδαρα
- ξεποδαριάζω
- ξεποδάριασμα
- ξυλοπόδαρο
- ξυλοπόδαρος
- ορθοποδίζω
- πλατύποδας
- πλατυποδία
- ποδάγρα
- ποδάρα
- ποδαράκι
- ποδαράτος
- ποδάρι
- ποδαρικό
- ποδαρίλα
- ποδαρόδρομος
- πόδας
- ποδαστράγαλος, ποδαστράγαλο
- πόδεμα
- ποδένω
- ποδεσιά
- ποδηγεσία
- ποδηγέτηση
- ποδηγετώ
- ποδήλατο & συγγενικά
- πόδημα
- ποδήρης
- ποδιά
- ποδίζω
- ποδίσκος
- ποδίτσα
- πολύποδας
- πρόποδες
- ραιβοποδία
- Ριζόποδα
- σαρανταποδαρούσα
- σπασμοποδία
- σταυροπόδι
- Στεγανόποδα
- στραβοπόδαρος
- στραβοπόδης
- στρίποδο
- τετραποδισμός
- τετράποδος
- τραγοπόδαρος
- τραγοπόδης
- τρικλοποδιά
- τρίποδας
- τριποδίζω
- τριποδισμός
- τρίποδο
- υποπόδιο
- φτεροπόδαρος
- χειροπόδαρα, χεροπόδαρα
- χταποδάς
- χταπόδι
- ψευδοπόδιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρώπινο πόδι
|
πόδι των ζώων
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πόδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετρική (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)