02 Δεκεμβρίου, 2025

Η ΚΟΙΝΗ ΔΙΑΚΥΡΥΞΗ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ

 Με το βλέμμα στραμμένο στη ματωμένη Μέση Ανατολή αλλά και στην ιστορική ευθύνη της χριστιανοσύνης απέναντι στο μέλλον, ο Πάπας Λέων ΙΔ’ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος υπέγραψαν σήμερα στο Φανάρι ένα κείμενο-σταθμό.

Η Κοινή Διακήρυξη πέρα από τους ευγενικούς διπλωματικούς χαιρετισμούς, περιέχει δύο σαφείς και αδιαπραγμάτευτους άξονες: την απόρριψη της θρησκευτικής βίας και την οριστική πορεία προς τον κοινό εορτασμό του Πάσχα.

Το έγγραφο, που σφραγίζει την επίσκεψη του Ποντίφικα στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αξιοποιεί τον συμβολισμό της επετείου των 1.700 ετών από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας.

Οι δύο προκαθήμενοι δεν αρκούνται σε μια ιστορική αναδρομή, αλλά χαρακτηρίζουν τη Νίκαια ως την πυξίδα για την ενότητα, τονίζοντας ότι η ομολογία της θεότητας του Χριστού παραμένει ο συνεκτικός δεσμός Ανατολής και Δύσης.

Ωστόσο, το σημείο που αναμένεται να συζητηθεί περισσότερο είναι η ξεκάθαρη τοποθέτηση για το Πασχάλιο.

Λέων και Βαρθολομαίος εκφράζουν την κοινή τους βούληση η φετινή συγκυρία του συνεορτασμού να μην αποτελέσει μια ευχάριστη εξαίρεση, αλλά την απαρχή μιας μόνιμης λύσης.

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ

«Την παραμονή της εορτής του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου Αποστόλου, αδελφού του Αποστόλου Πέτρου και προστάτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εμείς, ο Πάπας Λέων ΙΔ’ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ευχαριστούμε θερμά τον Θεό, τον ελεήμονα Πατέρα μας, για το δώρο αυτής της αδελφικής συνάντησης. Ακολουθώντας το παράδειγμα των σεβάσμιων προκατόχων μας και ακούγοντας το θέλημα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, συνεχίζουμε να βαδίζουμε με σταθερή αποφασιστικότητα στο δρόμο του διαλόγου, με αγάπη και αλήθεια (βλ. Εφεσίους 4:15), προς την προσδοκώμενη αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των αδελφών μας Εκκλησιών. Γνωρίζοντας ότι η χριστιανική ενότητα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα ανθρώπινων προσπαθειών, αλλά ένα δώρο που προέρχεται από ψηλά, καλούμε όλα τα μέλη των Εκκλησιών μας – κληρικούς, μοναχούς, αφιερωμένους και λαϊκούς πιστούς – να αναζητήσουν ένθερμα την εκπλήρωση της προσευχής που απηύθυνε ο Ιησούς Χριστός στον Πατέρα: «ίνα πάντες εν ώσιν, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος με μένα, κι εγώ ενωμένος με σένα… για να πιστέψει ο κόσμος» (Ιω. 17:21).

Ο εορτασμός της 1700ής επετείου της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, που εορτάστηκε την παραμονή της συνάντησής μας, ήταν μια εξαιρετική στιγμή χάριτος. Η Σύνοδος της Νίκαιας που πραγματοποιήθηκε το 325 μ.Χ. ήταν ένα προνοητικό γεγονός ενότητας. Ο σκοπός του εορτασμού αυτού του γεγονότος, ωστόσο, δεν είναι απλώς να θυμηθούμε την ιστορική σημασία της Συνόδου, αλλά να μας παρακινήσει να είμαστε συνεχώς ανοιχτοί στο ίδιο Άγιο Πνεύμα που μίλησε μέσω της Νίκαιας, καθώς παλεύουμε με τις πολλές προκλήσεις της εποχής μας. Είμαστε βαθιά ευγνώμονες σε όλους τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους άλλων Εκκλησιών και εκκλησιαστικών κοινοτήτων, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε αυτό το γεγονός. Εκτός από την αναγνώριση των εμποδίων που εμποδίζουν την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ όλων των χριστιανών, εμπόδια τα οποία επιδιώκουμε να αντιμετωπίσουμε μέσω της οδού του θεολογικού διαλόγου, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που μας ενώνει είναι η πίστη που εκφράζεται στο σύμβολο της Νίκαιας. Αυτή είναι η σωτήρια πίστη στο πρόσωπο του Υιού του Θεού, αληθινού Θεού από αληθινού Θεού, ομοούσιου με τον Πατέρα, ο οποίος για μας και τη σωτηρία μας σαρκώθηκε και κατοίκησε ανάμεσά μας, σταυρώθηκε, πέθανε και ετάφη, αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, αναλήφθηκε στους ουρανούς, και θα έρθει ξανά για να κρίνει ζώντες και νεκρούς. Με τον ερχομό του Υιού του Θεού, μυούμαστε στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος – Πατέρα, Υιού και Αγίου Πνεύματος – και καλούμαστε να γίνουμε, μέσα και μέσω του προσώπου του Χριστού, παιδιά του Πατέρα και συγκληρονόμοι του Χριστού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Προικισμένοι με αυτή την κοινή ομολογία, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις κοινές μας προκλήσεις στη μαρτυρία της πίστης που εκφράστηκε στη Νίκαια με αμοιβαίο σεβασμό και να εργαστούμε μαζί για συγκεκριμένες λύσεις με γνήσια ελπίδα.

Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο εορτασμός αυτής της σημαντικής επετείου μπορεί να εμπνεύσει νέα και θαρραλέα βήματα στην πορεία προς την ενότητα. Μεταξύ των αποφάσεών της, η Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας προέβλεψε επίσης τα κριτήρια για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα, που είναι κοινή για όλους τους Χριστιανούς. Είμαστε ευγνώμονες στη θεία πρόνοια που φέτος όλος ο χριστιανικός κόσμος γιόρτασε το Πάσχα την ίδια μέρα. Κοινή μας επιθυμία είναι να συνεχίσουμε τη διαδικασία διερεύνησης μιας πιθανής λύσης για τον από κοινού εορτασμό της Εορτής των Εορτών κάθε χρόνο. Ελπίζουμε και προσευχόμαστε ότι όλοι οι Χριστιανοί, «με κάθε σοφία και πνευματική σύνεση» (Κολ 1:9), θα δεσμευτούν στη διαδικασία να φτάσουν σε έναν κοινό εορτασμό της ένδοξης ανάστασης του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Φέτος τιμούμε επίσης τη μνήμη της 60ής επετείου της ιστορικής Κοινής Διακηρύξεως των σεβάσμιων προκατόχων μας, Πάπα Παύλου ΣΤ’ και Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, η οποία έσβησε την ανταλλαγή αφορισμών του 1054. Ευχαριστούμε τον Θεό που αυτή η προφητική χειρονομία ώθησε τις Εκκλησίες μας να συνεχίσουν «με πνεύμα εμπιστοσύνης, εκτίμησης και αμοιβαίας φιλανθρωπίας τον διάλογο που, με τη βοήθεια του Θεού, θα οδηγήσει στην εκ νέου συμβίωση, για το μεγαλύτερο καλό των ψυχών και τον ερχομό της βασιλείας του Θεού, σε εκείνη την πλήρη κοινωνία πίστης, αδελφικής συμφωνίας και μυστηριακής ζωής που υπήρχε μεταξύ τους κατά τα πρώτα χίλια χρόνια της ζωής της Εκκλησίας» (Κοινή Διακήρυξη του Πάπα Παύλου ΣΤ’ και του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, 7 Δεκεμβρίου 1965). Ταυτόχρονα, προτρέπουμε εκείνους που εξακολουθούν να διστάζουν σε οποιαδήποτε μορφή διαλόγου, να ακούσουν τι λέει το Πνεύμα στις Εκκλησίες (βλ. Αποκ. 2:29), το οποίο στις τρέχουσες συνθήκες της ιστορίας μας προτρέπει να παρουσιάσουμε στον κόσμο μια ανανεωμένη μαρτυρία ειρήνης, συμφιλίωσης και ενότητας.

Πεπεισμένοι για τη σημασία του διαλόγου, εκφράζουμε τη συνεχή υποστήριξή μας στο έργο της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία στην παρούσα φάση της εξετάζει ζητήματα που ιστορικά θεωρήθηκαν διχαστικά. Μαζί με τον αναντικατάστατο ρόλο που διαδραματίζει ο θεολογικός διάλογος στη διαδικασία προσεγγίσεως μεταξύ των Εκκλησιών μας, επαινούμε επίσης τα άλλα απαραίτητα στοιχεία αυτής της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των αδελφικών επαφών, της προσευχής και της κοινής εργασίας σε όλους εκείνους τους τομείς, όπου η συνεργασία είναι ήδη δυνατή. Προτρέπουμε θερμά όλους τους πιστούς των Εκκλησιών μας, και ιδιαίτερα τους κληρικούς και τους θεολόγους, να αγκαλιάσουν με χαρά τους καρπούς που έχουν επιτευχθεί μέχρι τώρα και να εργαστούν για τη συνεχή αύξησή τους.

Ο στόχος της χριστιανικής ενότητας περιλαμβάνει τον στόχο της συμβολής με θεμελιώδη και ζωοποιό τρόπο στην ειρήνη μεταξύ όλων των λαών. Μαζί υψώνουμε ένθερμα τις φωνές μας για να επικαλεστούμε το δώρο του Θεού της ειρήνης στον κόσμο μας. Τραγικά, σε πολλές περιοχές του κόσμου μας, οι συγκρούσεις και η βία συνεχίζουν να καταστρέφουν τις ζωές τόσων πολλών. Απευθύνουμε έκκληση σε όσους έχουν αστικές και πολιτικές ευθύνες να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουν ότι η τραγωδία του πολέμου θα σταματήσει αμέσως και ζητάμε από όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης να υποστηρίξουν την παράκλησή μας.

Συγκεκριμένα, απορρίπτουμε κάθε χρήση της θρησκείας και του ονόματος του Θεού για να δικαιολογήσουμε τη βία. Πιστεύουμε ότι ο αυθεντικός διαθρησκειακός διάλογος, όχι μόνο δεν αποτελεί αιτία συγκρητισμού και σύγχυσης, αλλά είναι απαραίτητος για τη συνύπαρξη λαών διαφορετικών παραδόσεων και πολιτισμών. Έχοντας επίγνωση της 60ής επετείου της ανακήρυξης Nostra Aetate, προτρέπουμε όλους τους άνδρες και τις γυναίκες καλής θέλησης να συνεργαστούν για να οικοδομήσουν έναν πιο δίκαιο και υποστηρικτικό κόσμο και να φροντίσουν τη δημιουργία, την οποία μας εμπιστεύτηκε ο Θεός. Μόνο έτσι μπορεί η ανθρώπινη οικογένεια να ξεπεράσει την αδιαφορία, την επιθυμία για κυριαρχία, την απληστία για κέρδος και την ξενοφοβία.

Αν και ανησυχούμε βαθύτατα για την τρέχουσα διεθνή κατάσταση, δεν χάνουμε την ελπίδα μας. Ο Θεός δεν θα εγκαταλείψει την ανθρωπότητα. Ο Πατέρας έστειλε τον Μονογενή Υιό του για να μας σώσει και ο Υιός του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, μας χάρισε το Άγιο Πνεύμα, για να μας κάνει συμμέτοχους στη θεία ζωή του, διατηρώντας και προστατεύοντας την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου. Με το Άγιο Πνεύμα γνωρίζουμε και βιώνουμε ότι ο Θεός είναι μαζί μας. Γι’ αυτό, στην προσευχή μας εμπιστευόμαστε στον Θεό κάθε άνθρωπο, ιδιαίτερα αυτόν που έχει ανάγκη, αυτόν που βιώνει πείνα, μοναξιά ή ασθένεια. Επικαλούμαστε σε κάθε μέλος της ανθρώπινης οικογένειας κάθε χάρη και ευλογία, ώστε «να ενθαρρυνθούν οι καρδιές τους, καθώς είναι συνυφασμένες με αγάπη, να έχουν όλα τα πλούτη της βεβαιωμένης κατανόησης και τη γνώση του μυστηρίου του Θεού», που είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός (Κολ 2:2).

Από το Φανάρι, 29 Νοεμβρίου 2025

ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ Οικουμενικός Πατριάρχης

ΛΕΩΝ ΙΔ’ Πάπας Ρώμης»

01 Δεκεμβρίου, 2025

Το Αυτοκέφαλο των Ορθοδόξων Σλαβικών Εκκλησιών 15ο

 4.2 Η Σερβική Εκκλησία υπό τον τσάρο Στέφανο Δουσάν – Οι σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο 

 Η παραχώρηση πλήρους Αυτοκεφαλίας στη Σερβική Εκκλησία δεν αποδυνάμωσε τους πνευματικούς της δεσμούς ούτε έπληξε τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι οποίες διατηρήθηκαν ειρηνικές, θερμές και αδιατάρακτες επί 127 συναπτά έτη, με την αύξηση, μάλιστα, και τη σταθεροποίηση της επιρροής του Οικουμενικού Θρόνου στον χώρο της80 . Μέχρι το 1346, οπότε ο Κράλης (Τσάρος) της Σερβίας Στέφανος Δουσάν, επωφελούμενος της ακαταστασίας και της αποδιοργάνωσης του Βυζαντίου εξαιτίας της εμφύλιας σύγκρουσης του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ με τον εγγονό του, Ανδρόνικο, επέκτεινε κατά πολύ τις σερβικές κτήσεις. Κατέλαβε περιοχές που ανήκαν στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στις οποίες και την πόλη των Σερρών, την οποία κατέστησε το 1345 νέα πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους. Οι εντυπωσιακές επιτυχίες του εναντίον των Βυζαντινών, ενίσχυσαν τη φιλοδοξία του να διαλύσει την παρηκμασμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και να ιδρύσει μια νέα, Σερβοβυζαντινή, με ηγεμόνα τον ίδιο81 . Αυτοαποκαλείτο «Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Σέρβων και Ρωμαίων», τίτλο που άρχισε να χρησιμοποιεί πραξικοπηματικά και αυθαίρετα μετά τη μεταφορά της έδρας του βασιλείου του στις Σέρρες82 . Η αυθαίρετη αυτοτιτλοφόρηση του Δουσάν, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, και η επακολουθήσασα αντικανονική ανακήρυξη το 1346 του Σέρβου Αρχιεπισκόπου Ιωαννίκιου σε Πατριάρχη -ως απαραίτητου προαπαιτούμενου για την άνοδο του Σέρβου ηγεμόνα στον αυτοκρατορικό θρόνο- από Τοπική Σύνοδο στα Σκόπια με υπέρβαση των δικαιωμάτων και των αρμοδιοτήτων της, χωρίς τη συγκατάθεση της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής, του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, ήταν εύλογο να δυσαρεστήσουν τον Οικουμενικό Θρόνο. Συγκεκριμένα, δυσαρρέστησαν τον  Οικουμενικό Θρόνο, αφενός η ανακήρυξη της Σερβικής Εκκλησίας σε Πατριαρχείο, υπερβαίνοντας ως εκκλησιαστική ενέργεια τα κανονικά εσκαμμένα, έθιγε το κύρος και την περιωπή του. Και αφετέρου η απόσπαση από τη δικαιοδοσία του μεγάλου αριθμού μητροπόλεων, συρρικνώνοντας σημαντικά τη σφαίρα της πνευματικής του επιρροής και αποδυναμώνοντας σοβαρά την ισχύ και την εκκλησιαστική εξουσία του83 . Η έμπρακτη, όμως, έκφραση της έντονης δυσαρέσκειας του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθυστέρησε, λόγω της αδυναμίας του να αντιδράσει, για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα 6-7 χρόνων και εκδηλώθηκε γύρω στα 1353 -κι αφού το Σερβικό κράτος είχε εμπλακεί σε εχθροπραξίες με το Βυζάντιο στο πλαίσιο μιας απροκάλυπτης επεκτατικής πολιτικής του ηγεμόνα του- υπό τη μορφή αφορισμού του Στέφανου Δουσάν, του Ιωαννίκιου, της Συνόδου του και όλου του Σερβικού λαού84 . Στον γενικό αυτό αφορισμό, ο οποίος υπαγορεύτηκε από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄ Κατακουζηνό με στόχο την αμαύρωση του κύρους του Στέφανου Δουσάν ως υπαίτιου της διατάραξης τόσο των εκκλησιαστικών όσο και των πολιτικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών85 , είναι χαρακτηριστικό ότι δεν αντέδρασαν οι λοιπές Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Με τη στάση τους αύτη, με τη σιωπή τους, υποδηλώναν τη σαφή αναγνώριση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου στην προαγωγή μιας Τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε Πατριαρχείο86 και του ρυθμιστικού του ρόλου στην κορυφή της πυραμίδας της Ανατολικής Εκκλησίας. Από το μέρος του Δουσάν υπήρξε εμφανή συναίσθηση της υπέρβασης της υπάρχουσας εκκλησιαστικής τάξης πραγμάτων που διέπραξε και μια κάποια μεταμέλεια για τις πράξεις του. Κυρίως όμως η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων που είχε στο σερβικό κράτος και στον σερβικό λαό η σκληρή πνευματική «τιμωρία» των αυθαίρετων και προκλητικών ενεργειών του, τον οδήγησαν από τις πρώτες κιόλας μέρες του αφορισμού σε προσπάθειες συμφιλίωσης με τη Μητέρα Εκκλησία και αποκατάστασης των σχέσεων Σερβίας και Βυζαντίου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Θα χρειασθεί να περάσει μια εικοσαετία περίπου, να μεσολαβήσει ο θάνατος του Δουσάν και να επέλθει η περαιτέρω εξασθένηση του Βυζαντινού κράτος και ο κατακερματισμός του Σερβικού για  να ανοίξει ο δρόμος προς τη άρση της ανωμαλίας και την αποκατάσταση των σχέσεων των δύο Εκκλησιών και των δύο λαών κάτω και από την πίεση του όλο και πιο αισθητού τουρκικού (οθωμανικού) κινδύνου, που έκανε ολοένα πιο επιτακτική την ανάγκη της βυζαντινοσερβικής συμμαχίας87 . Μέσα σ’ αυτό το δυσμενές για το Βυζαντινό και το Σερβικό κράτος κλίμα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος ήρε το 1375 και κατ’ εντολή του Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου τον αφορισμό και αναγνώρισε την κανονικότητα του Σερβικού Πατριαρχείου και τον τίτλο του Σέρβου Πατριάρχη. 88 Με την κίνηση αυτή αποκαταστάθηκε το θεσμικό κύρος του Οικουμενικού Πατριάρχη ως αποκλειστικού δικαιοδότη στην παροχή εκκλησιαστικής Αυτοκεφαλίας και το γόητρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης ως «Καθολικής Μητέρας» των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών τόσο κατ’ όνομα όσο και κατ’ ουσίαν.

-41-