δημοτικής παράδοσης,
εσωτερικής εξομολόγησης,
υπαρξιστικού στοχασμού.
Η γλώσσα του είναι καλλιεργημένη, ολοσχηματισμένη, συχνά τελετουργική. Αξιοποιεί ένα ελληνικό ιδίωμα που θυμίζει παλαιότερους ποιητές της υπαίθρου και της μελαγχολικής ηθογραφίας (π.χ. Βρεττάκος, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης στα υπαρξιακά του), αλλά και την “εποχή” του Ελύτη όσον αφορά τις φωτεινές εικόνες και τις μυστηριακές προσωποποιήσεις.
Το ύφος του έχει:
σεμνότητα παρά τη λυρική υπερβολή,
ευγένεια παρά τον κοινωνικό θυμό,
Υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια, την αγάπη, την καθαρότητα.
Η κοινωνική καταγγελία (βλ. Οργίζομαι, Η Σιωπή του Καθενός) δεν είναι μισαλλόδοξη — είναι ηθική ορθότητα, αγανάκτηση από ανάγκη δικαιοσύνης.
Μυστηριακό – ιερό
Στη γραφή του, έρωτας, μητέρα, φύση και ποίηση συχνά παίρνουν ιεροπρεπή διάσταση.
Αυτό δεν είναι θρησκευτικότητα, αλλά υψηλή ποιητική ευλάβεια απέναντι στα μεγάλα της ζωής.
Ειλικρινές & εξομολογητικό
Πίσω από τις εικόνες υπάρχει πάντοτε μια προσωπική φωνή που δεν κρύβεται.
Ανάλυση Ποιητικής Γραφής
Παραθέτω τις κυριότερες παρατηρήσεις.
Εικόνες & Μεταφορές
Οι εικόνες είναι καθαρά ζωγραφικές, συχνά κινηματογραφικές.
Η φύση λειτουργεί όχι μόνο ως σκηνικό αλλά ως συν-πρωταγωνιστής.
Χρησιμοποιεί επαναλαμβανόμενα μοτίβα: φως–σκιά, άνεμος–βροχή, αγκαλιά–αναμονή, μάνα–ρίζα, νύχτα–αυγή.
Αυτό δημιουργεί ενότητα στο έργο του, σαν ένα ευρύ “σύμπαν Αλεξανδρή”.
Γλώσσα & Ρυθμός
Η γλώσσα είναι μουσική, με αρχαϊκές αποχρώσεις αλλά χωρίς σκόπιμη δυσκολία.
Υπάρχει συχνά ισοσυλλαβική ροπή, ακόμη και σε ανομοιοκατάληκτους στίχους.
Στα ερωτικά ποιήματα ο ρυθμός κυλάει γλυκός.
Στα κοινωνικά, ο ρυθμός γίνεται κοφτός, επιτακτικός — ενισχύοντας το νόημα.
Θεματική Συνοχή
Τα ποιήματα που παρουσιάστηκαν χωρίζονται σε 4 μεγάλες κατηγορίες:
1. Ερωτικά/λυρικά
Η Ερατώ, Τούτο το Καλοκαίρι, Το Τζάμι Γυμνό, Ιστόρημα
– Θέμα: ο έρωτας ως λύτρωση, πληγή, υπέρβαση, μυστήριο.
– Πλεονέκτημα: υψηλός λυρισμός.
– Δύναμη: η συναισθηματική καθαρότητα και οι μυθικές αναλογίες.
2. Μητρικό/οικογενειακό
Το Πρώτο Πέταγμα
– Θέμα: η μάνα ως ρίζα, παράδειγμα, κληρονομιά.
– Πολύ έντονο ηθικό αποτύπωμα.
3. Κοινωνικά-υπαρξιακά
Οργίζομαι, Κύριε Κύριε…, Η Σιωπή του Καθενός
– Θεματική: κοινωνική παρακμή, χειραγώγηση, ματαίωση, ευθύνη.
– Λόγος: καθαρός, ηθικά φορτισμένος, συχνά κατηγορηματικός.
– Δύναμη: γνησιότητα, όχι στείρος διδακτισμός.
4. Μετα-ποιητικά / ποιητολογικά
Ποίηση
– Εδώ ο ποιητής στοχάζεται πάνω στην ίδια την τέχνη του.
– Δίνει έναν ορισμό της ποίησης που θυμίζει Ρίτσο (ψυχή, οδύνη, κάθοδος), αλλά με δική του ταπεινότητα.
2. Εικόνες υψηλού λυρισμού, συχνά πραγματικά συγκινητικές.
3. Εντιμότητα· δεν υπάρχει τίποτε “τεχνητό” ή επίτηδες περίπλοκο.
4. Θεματική ωριμότητα — από τον έρωτα ως την κοινωνική ευθύνη.
5. Συνεκτικός κόσμος· διαβάζοντας πολλά ποιήματα, νιώθεις ότι ανήκουν σε έναν ενιαίο ποιητικό χαρακτήρα.
Ο Αλεξανδρής δεν είναι πειραματικός ποιητής· είναι ποιητής της καρδιάς και της συνείδησης, με πολύ καλή τεχνική και πλούτο εικόνων.
5. Δομική Αποτίμηση Με Βάση Κάθε Ποιήμα
Για συντομία, δίνω μόνο τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία:
Η Ερατώ
Πανηγυρικό, μυθικό, ερωτικό. Μίξη κοσμικής και γήινης εικονοποιίας.
Τούτο το Καλοκαίρι
Ίσως από τα πιο όμορφα· ώριμος αισθησιασμός χωρίς χυδαιότητα.
Το Τζάμι Γυμνό
Οδυνηρό, εσωτερικό, άψογη κυκλική δομή (θύελλα → μνήμη → τραύμα → κενό).
Το Πρώτο Πέταγμα
Υμνος στη μητέρα, σχεδόν έπος. Πολύ δυνατή συναισθηματική ρίζα.
Οργίζομαι
Κορυφαίο κοινωνικό ποίημα· οργάνωση με αναβάσεις και αποκαλύψεις· θυμίζει μανιφέστο.
Η Σιωπή του Καθενός
Πιο στοχαστικό, πιο φιλοσοφικό, με ρυθμό δοκιμιακό.
Ποίηση
Μικρό ποιητικό μανιφέστο· διαυγές, ειλικρινές, χωρίς πόζα.
4. Μητέρα – ρίζα – παιδικότητα
5. Κοινωνική αγανάκτηση (ηθική, όχι κομματική)
6. Μοναξιά & αναζήτηση νοήματος
7. Η ποίηση ίδια ως σωστικό καταφύγιο
Δεν είναι τυχαίο ότι οι θεματικές αυτές αποτελούν τον πυρήνα της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, από την αρχαιότητα μέχρι τον 20ό αιώνα.
Συμπέρασμα
Ο Γιώργος Αλεξανδρής γράφει με:
συναισθηματική καθαρότητα, ωριμότητα, ποιητική συνέπεια,
βαθιά ανθρωπιά, εσωτερικό φως, αισθητική ακρίβεια.
Το έργο του έχει σοβαρή λογοτεχνική υπόσταση, δεν είναι ερασιτεχνικό· είναι αποτέλεσμα καλλιέργειας και στοχασμού.
Στο ξέφωτο, βγήκαν σεργιάνι οι κρυφοί καημοί,
στεναγμοί και ψίθυροι ακούστηκαν τραγούδι,
ένα φιλί και μια αγκαλιά της ψυχής η ανασαιμιά,
κύκλος ιερού χορού η ζωή και κράτημα χεριού.
Στο γλυκοχάραμα κι ως της αυγής τα μάγια,
χάριτες καλόμοιρες και μούσες παινεμένες,
γιορτάσι ονείρων λάμπρυναν και ομορφιές κεντούσαν,
προσήλιο βλέμμα η χαρά, φτερούγισμα το γέλιο.
Πεζοπορούσα στους καιρούς και μάντευα στους χρόνους
τον ερχομό τ’ ανέλπιστου, τ’ ανίσκιωτο της μοίρας,
να έρθει η μούσα καλοτύχισμα , συνταίριασμα να φτάσει
απ’ τα περβόλια τ’ ουρανού στης γης το πανηγύρι.
Κόκκινο φέγγισμα η ανατολή, αντίλαλος μελωδίας,
τον έρωτα υμνολογούσε η Ερατώ και σμίλευε τους πόθους,
το σκλαβωμένο νου λευτέρωνε και ευτύχιζε καρδιές,
να είναι οι μέρες ποίηση και μουσική οι νύχτες.
Γαλήνεψα κι ευτύχισα στη λάμψη των ματιών της
το συναπάντημα ως θεία λειτουργία να το νιώσω
και στα χείλη της με κρυφή σπονδή ν’ ανακαλύψω
Περατάρης σε ανοιχτές στράτες
ο ήλιος στέγνωνε τη γη
και έχανε ο ουρανός το χρώμα,
την ώρα που στ’ αποκαμωμένο
κορμί της αιωνόβιας ελιάς,
αλαζονικά μυρμήγκια
σε φιδόσυρτο δίστρατο,
γήτευαν τον οργασμό της ζωής
και τ’ ασυμμάζευτο τζιτζίκι
με την απορημένη σαύρα,
τολμούσαν ν’ αποδράσουν|
στου μεσημεριού το κάμα.
Τρεμάμενη σκιά η αναμονή,
αφώλιαστη σε φύλλα χωρίς απάγγιο,
η αγωνία μακαρισμός
και μετέωρη ματιά
η κάθε αποστροφή του λόγου.
Σε καρτερούσα άσπιλο στόμα,
γεμάτο ιερές σιωπές κι απόκοσμους ψιθύρους,
ακόρεστη δίψα,
στο νάμα της ψυχής σου
και τους χυμούς του κορμιού σου.
Γλυκό τραγούδι να σε ακούω
σε κάθε στεναγμό κι ανάσα,
στα μάτια σου το κάλεσμα να βλέπω
για την πιο όμορφη και αρμονική
ερωτική πανδαισία.
Ερχόσουν μόλις από το χθες
και έγερνες στις κρυφές επιθυμίες,
με τις σκέψεις να συνομολογούν
χωρίς προφάσεις και αδιέξοδα,
με χέρια ανοιχτά και τολμηρά
και λαχανιασμένα στήθια,
ν’ αφεθείς και να υποκύψεις
στον ερχομό της αιώνιας στιγμής,
για να προλάβεις την ομορφιά της καταιγίδας
που παραμόνευε,
και την ικέτευες,
στο γέρμα του ιερού πόθου.
Τούτο το καλοκαίρι,
σε πρόσμενα νιόβγαλτο φεγγάρι,
στις αγκαλιές της γης και τ’ ουρανού
κι εσύ έλαμψες πανσέληνος
πολιορκημένα στήθη, με μία ανάσα βγαλμένη
από μαύρες σκέψεις και στο φόβο βουτηγμένη,
τη μοναξιά με περισπούδαστη θλίψη να βαθαίνει.
Με τρεμάμενα χέρια, σφιγμένα χείλη και κρύες καρδιές,
τα προσχήματα συντάσσουν στις γνώριμες μορφές,
με αγέλαστο χαιρετισμό και στενάχωρες αγκαλιές
στις τυχαίες συναντήσεις και τις άβολες στιγμές.
Μορφολόγημα και κείνος της ανάγκης στο μιλητό,
διέβλεπε γνωστούς και συντρόφους στον κάθε διπλανό,
διαφέντευε συνάξεις με φίλιωμα και θαυμασμό
και διαλαλούσε ομορφιές και χάρες χωρίς κομπασμό.
Άσκοπο γυροβόλημα σε κάθε στροφή και γωνιά
ξεστράτισμα το λιόγερμα κι απόκληρος στην αντηλιά.
Ξάφνιασμα το απροσδόκητο γέλιο από μικρά παιδιά
κι αγκάλιασμα του δρόμου με μία λαίμαργη ματιά.
Ευελπιστία ο πειρασμός, περατάρη να σταματήσει
και για της ψυχής τα άγνωστα μεγαλεία να ρωτήσει.
-Κύριε,κύριε, ποιο δρόμο κάποιος να ακολουθήσει,
«Θ’ αφεθώ ελεύθερος και απρόβλεπτος για να δημιουργώ
θα χαράξω τη δική μου πορεία για τον κοινό σκοπό
σε ασύλληπτα όρια και ασύλητα περιθώρια».
Μου φάνηκε πως είχε αρχές και τον φοβήθηκα.
Έλεγε:
«Δεν είναι θέμα επιλογής ο στοχασμός και η γνώση
ούτε ζήτημα προσαρμογής η άρνηση κι η πίστη.
Ανάγκη ζωής η έκφραση χωρίς ιδανικά».
Μου φάνηκε τόσο ξένος και τον ακολούθησα!
Τον είδα,
αβόλευτη ανθρώπινη σπορά και ιστορίας γέννα,
σημάδι του χρόνου και αιχμή, ανατροπή και κόψη,
να διαφεντεύει τη ζωή κι αλώβητος να προσπερνά τα τείχη.
Τον δαχτυλόδειξα, τον φώναξα «ερημίτη».
Τον είδα,
να πελεκάει τους καιρούς και είδωλα να μαστορεύει,
να ξεφυλλίζει στοχασμούς και σύμβολα ν’ απεικονίζει.
Τον άντεχα να στέκεται ανάμεσα ανάγκης και σοφίας.