Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Ο λεκές

Κουβαλούσε πάντα ένα βιβλίο 
στη μεγάλη της τσάντα. 
Πότε μια ποιητική συλλογή
κι άλλοτε πάλι ένα ανθολόγιο. 
Τα διάβαζε στις στάσεις 
των λεωφορείων, στις αποβάθρες,
στις διαβάσεις των πεζών 
και στα παγκάκια τις Κυριακές. 
Κάποτε κι ενώ τον περίμενε 
σε ένα κεντρικό καφέ της πόλης 
φρέσκια σαν αγουροξυπνημένος
έφηβος, από απροσεξία χύθηκε 
όλος ο καφές και λέκιασε το
ανθολόγιο του αγαπημένου της 
εκείνη την εποχή ποιητή. 
Εκείνος που περίμενε δεν ήρθε 
και μάλιστα για πολλοστή φορά
την άφησε μόνη. 
Ως τα σήμερα εκείνος ο λεκές 
τον θύμιζε (και μόνο αυτός) καθώς 
είχε ξεχάσει ολοσδιόλου τα
χαρακτηριστικά του όπως και
τη φθίνουσα αγάπη του που
έμελλε να γίνει παντοτινή
μέσα από μια αστοχία. 

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

Μεταμόρφωση

Ξεντύθηκε κι έβγαλε τελευταίο το πουκάμισο.
Πήρε τα χρυσά μανικετόκουμπα και
τα ακούμπησε πάνω στο κομοδίνο. 
Αποσταμένος κοίταξε γύρω του. 
Όλα τακτοποιημένα. Όλα στη σειρά τους.
Το βλέμμα του σταμάτησε στα
μανικετόκουμπα. Απόρησε, σαν ταριχευμένα 
έντομα έμοιαζαν τώρα. Κάτι σαν προνύμφες 
ή σαν χρυσαλλίδες. Σαστισμένος τα έκλεισε
μέσα σε ένα κουτί. Τα χέρια του έτρεμαν. 
Το πρωί όταν ξύπνησε κι άνοιξε το κουτί 
είδε πως ήταν άδειο. 
Πήρε να ντύνεται για τη δουλειά. 
Όταν φόρεσε το πουκάμισο διαπίστωσε 
πως τα μανικετόκουμπα ήταν εκεί. 
Μόνο που το σχήμα τους τώρα ήταν αλλιώτικο. 
Είχαν μεταμορφωθεί σε δυο μικρές πεταλούδες
με πορτοκαλί φτερά. 
..................................................................................
Ξαφνικά ένιωσε να χάνει σταδιακά το βάρος του.
Πραγματικά μπορούσε τώρα να πετάξει. 
Ένα εντυπωσιακό έντομο κι αυτός που θα
ξέφευγε άπαξ δια παντός από την κλεισούρα 
ενός ψεύτικου κουτιού. 

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Παραγγελιά

Χτύπησε το κουδούνι. Ανοίξαμε. 
Ήταν αυτός με ένα καλάθι κόκκινα 
κεράσια. 
Τα έφερα για το άρρωστο κορίτσι 
μας είπε. 
Γείραμε τα μάτια. "Το κορίτσι πέθανε"
τον πληροφορήσαμε.
Ένευσε καταφατικά. "Το ξέρω" είπε
"ήρθε στο όνειρό μου και μου ζητούσε 
κεράσια."
"Κάθε βράδυ λέει βγαίνει από τον τάφο
και ψάχνει στον προαύλιο χώρο του 
κοιμητηρίου την κερασιά."
Ανεβαίνει πάνω μα δεν βρίσκει τίποτα. 
"Αυτά τα κεράσια" επανέλαβε αυτός
τραυλίζοντας λίγο "είναι γι αυτό το κορίτσι."
"Αποθέστε τα στο μνήμα, είναι το μόνο 
πράγμα που του λείπει από τον απάνω 
κόσμο." Αυτό μου τα παρήγγειλε 
"Έχετέ μου εμπιστοσύνη" είπε σκυφτός
κι έφυγε.
"Μόνο τα κόκκινα κεράσια του λείπουν
κι ίσως εγώ"
Ακούστηκε απόμακρα η φωνή του. 


Οι κερασιές που φυτρώνουν στα κοιμητήρια 
πληρώνουν τους φόρους της αρνησιάς γι αυτό 
μένουν για πάντα απεριποίητες χωρίς λίπασμα
και σκάλισμα.
 

Του ήλιου το αλώνι

Σε γνώρισα μια χαραυγή 
χειμώνα κι είχε χιόνι 
τυφλά με ακολούθησες 
σαν αύρα που κυκλώνει 

Το σώμα μου αγάπησες 
κλειδί του έρωτα μου
μες στον βυθό μου κύλησες 
ξυπνώντας τ' όνειρα μου 

Είσαι η γλυκιά μου ξεγνοιασιά 
και της φωλιάς αηδόνι 
είσαι το ρόδο π' αγαπώ 
και του ήλιου το αλώνι 

Εγώ σε υποδέχτηκα 
με σκήπτρα μες τα χέρια 
και βασιλιά σε όρισα 
μ' έφτασες ως τα αστέρια 

Εκεί ψηλά που κατοικώ 
και δίπλα μου σε έχω 
όλα του κόσμου τα καλά 
τα 'χω και τα προσέχω 

Είσαι η γλυκιά μου ξεγνοιασιά 
και της φωλιάς αηδόνι 
είσαι το ρόδο π' αγαπώ 
και του ήλιου το αλώνι.