Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Ταχταρίσματα

Έβλεπε τη σιλουέτα της στο τζάμι 
της κουζίνας. 
Θα ήταν δεν θα ήταν δεκαπέντε 
χρονών, χαριτωμένη με μακρύ μαλλί. 
Φορούσε ένα πράσινο εφαρμοστό 
μπλουζάκι που έκλεινε μπροστά 
με σούστες. 
Κοιτάζονταν σείοντας το σώμα της. 
Είχε μια ελαφριά κύφωση, την ενοχλούσε 
ίσιωνε την πλάτη, κορδώνονταν. 
Αδημονούσε...φταίει το στενό μπλουζάκι
έλεγε. 
Την είδε η μάνα της και πήγε και
στάθηκε απέναντι της στο σκαμνί. 
Την καμάρωνε. 
Αυτή σταμάτησε την επίδειξη. 
Ντράπηκε.
Προχώρησε και κάθισε στα γόνατα της.
Έγινε πάλι παιδί. 
Η μάνα της την ταχτάρισε.
"Ελένη μου καλέ Ελενιώ"
Πήρε να λυγίζει η καρδιά της.
"Ελένη μου στα αλώνια σου και μες στα
περιβόλια σου."
Είχε γλυκιά φωνή η μάνα της και λίγο 
τσιριχτή. 
Την χάιδεψε στο μάγουλο συνεχίζοντας 
το τραγούδι. 
"και μες στα περιβόλια σου."
Της έφτιαξε πλεξίδα τα μαλλιά, ξέχασε 
την κύρτωση για λίγο. 
Ξεκίνησε άλλο τραγούδι. 
"..και γίνε γυφτοπούλα Λενιώ μου και
πούλα κόσκινα."
Ύστερα κοίταξε γύρω συνωμοτικά δεν 
τους έβλεπε και δεν τους άκουγε κανείς. 
"Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και φόρα κόκκινα."
Αφού χόρτασε τραγούδι την κοίταξε 
βαθιά στα μάτια και της είπε. 
"Όμορφη βλέπω πως είσαι 
κι αν δεν χαλάσεις καρδιές θα κάψεις."

Από εκείνη τη μέρα δεν την ξαναφόρεσε 
την εφαρμοστή μπλούζα που της τόνιζε τη γραμμή και για πολύ καιρό διάλεξε μια πλεκτή γαλάζια ευρύχωρη που ξετρύπωσε μέσα από 
ένα αμερικάνικο δέμα. 
Έχει ως τα σήμερα μια φωτογραφία με το 
ρούχο αυτό.

Η γιαγιά Τρίσω

Η γιαγιά μάς πήγαινε βόλτα κάποια 
απογεύματα σε μια φίλη της στον πέρα
μαχαλά, μακριά από το πέτρινο ρολόι. 
Την φίλη της Τρίσω την έλεγαν από 
το βαφτιστικό Τρισεύγενη.
Δεν είχε παιδιά γι αυτό το σπίτι της
ήταν πάντα καλοσυγυρισμένο με 
χασεδένια τραπεζομάντηλα και βαριά 
μπαούλα με προικιά. 
Μας έφτιαχνε καφέ από κριθάρι σε 
κεραμικό φλιτζανάκι.
Μετά ακολουθούσε το λουκουμάκι 
με το νερό. 
Μας άρεσε η παρέα της κι η γιαγιά 
την αγαπούσε. 
Σαν άγουρη ροδιά έμοιαζε. 

Όταν την επισκέφτηκα χρόνια μετά 
με θυμόταν. 
"Τι να σε ταρτάρω;"μου είπε. 
"Εκείνο τον κριθαρένιο καφέ πεθύμησα"
της απάντησα "στο παλαιϊκό σερβίτσιο."
"Κοριτσάκι μου τελέψανε οι φτώχειες"
αντέτεινε "τώρα έχουμε μηχάνημα που
τα φτιάχνει όλα."
"Μου πέταξαν οι συγγένισσες και τα
φλιτζανάκια και το μπακιρένιο μπρίκι."
"Τώρα έχουμε ποτήρια κολωνάτα."

Ένα δάκρυ μου ξέφυγε.
Αχ! γιαγιά Τρίσω να 'ξερες πόσο φτώχυνε 
το σπιτικό σου.

Αδιαμαρτύρητα θα σε ξαναφιλήσω

Τα χείλη σου απαλά είναι σαν τα πέταλα 
ενός ρόδου που μια κόρη απ' το δημόσιο 
κήπο έκοψε και το κάρφωσε στο στήθος. 
Το ρόδο των χειλιών σου έκρυβε αγκάθια 
που αρκούντως με λάβωσαν. 
Δεν κατηγόρησα κανέναν ούτε εσένα, 
ούτε την κόρη μα ούτε την άνοιξη που 
γέννησε το ρόδο. 
Υπέμεινα τον πόνο όπως μια μάνα 
υπομένει τις σκανδαλιές και τις τσιρίδες 
του βλαστού της.

Έκανα στην άκρη να περιποιηθώ την πληγή. 
Απόρησα πως λίγα αγκάθια επέφεραν  
ένα τέτοιο τραύμα. 
Εσύ έφυγες αμέσως. 
Φοβήθηκες. 
Τρέχοντας σχεδόν απομακρύνθηκες
Το αίμα επέτεινε το άγχος σου ήξερα από
παλιά πόσο πολύ το τρόμαζες. 
Ίσως γι αυτό δεν αγάπησες ποτέ σου
τα ρόδα που σου έφερνα.
Γνώριζες καλά την κρυφή απειλή. 
Γρήγορα τα τακτοποιούσες στο βάζο. 

Έλα όμως που τα ζήλεψαν τα χείλη σου
και τα αντέγραψαν.
Πήραν το άρωμα τους, την απαλότητα τους,
την καλλιέπεια τους μα κι αυτή τους την 
επικινδυνότητα .
Δικό μου το φταίξιμο. 
Όταν θα σου ξαναφέρω ρόδα θα τα έχω 
κόψει πολύ ψηλά στο μίσχο, αγκάθια να μην
φέρνουν που με ηδύτητα τα χείλη σου
θα αντιγράφουν. 
Έτσι μια φορά να σε φιλήσω χωρίς να λαβωθώ.